Οι Σκυψούδες, ο Κοντορίζος και άλλοι επικοί τύποι της παλιάς Θεσσαλονίκης

Εικόνα: Σωκράτης Ιορδανίδης, Στην Παλιά Παραλία, π. 1950-1968 © Σωκράτης Ιορδανίδης / Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη δεν σταματάει να μας εκπλήσσει με την πλούσια ιστορία της ανά τους αιώνες. Τα κτίρια, οι δρόμοι, τα αρχαία μνημεία, οι άνθρωποί της… Όλα έχουν να μας πουν και από μία ιστορία για την πόλη μας, την οποία ίσως και να μην γνωρίζαμε.

Μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες ανθρώπων από την παλιά Θεσσαλονίκη, ξετυλίγονται μέσα από το βιβλίο «Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης», του Κώστα Τομανά (εκδόσεις Νησίδες).

Σε αυτό, μπορεί να διαβάσει κανείς γεγονότα και ιστορίες για πολλές λαϊκές μορφές της Θεσσαλονίκης. Ιστορίες, που έχουν γραφτεί ανεξίτηλα στις μνήμες των παλαιότερων, αλλά ίσως είναι καιρός να τις μάθουν και οι νεότεροι.

#1 Οι Σκυψούδες

Πρόκειται για δύο αδερφές, οι οποίες νόμιζαν ότι οι κανταδόροι της πόλης τραγουδούσαν για αυτές, όταν έρχονταν στην διασταύρωση της οδού Διαλέτη και Ντ’ Εσπεραί, όπου έμεναν.

Στην πραγματικότητα όμως, τραγουδούσαν για την αστεφάνωτη δασκάλα, Ελένη Μαρμαρινού, την οποία ο στρατηγός Δημήτρης Κάκκαβος δεν παντρεύτηκε, καθώς το Υπουργείο Στρατηγών δεν επέτρεπε τους γάμους ανωτέρων αξιωματικών με λαϊκές κοπέλες.

Οι άσχημες αδερφές, άνοιγαν τα παράθυρα κάθε φορά που τους άκουγαν, με την ελπίδα να απευθύνονται σε αυτές. Όταν καταλάβαιναν την πραγματικότητα, τα έκλειναν θυμωμένες.

#2 Ο μπαρμπα- Γιώργης ο γκαβός

Ο μπαρμπα- Γιώργης, ήταν ένας φτωχός τραγουδιστής, που με την φυσαρμόνικά του περιφερόταν στην πόλη και ήταν τυφλός. Μαζί με ένα παιδάκι, για 20 χρόνια τριγυρνούσε στις γειτονιές της πόλης, παίζοντας παράλληλα ακορντεόν και τραγουδώντας τραγούδια της εποχής.

Οι γυναίκες της πόλης, έβγαιναν στα μπαλκόνια για να τον ακούσουν, όποτε περνούσε. Το 1930 όμως, δεν μπορούσε πια να τριγυρνάει.

Οπότε, έκανε στέκι του την Ροτόντα και εκεί οι νοικοκυρές της περιοχής, του πήγαιναν φαγητό και εκείνος έπαιζε γι’αυτές τα αγαπημένα τους τραγούδια.

#3 Ο μπαρμπα – Γιάννης, ο Λαδάς

Ο αγαθός και προληπτικός μπαρμπα – Γιάννης, έβγαζε τα προς το ζην πουλώντας λάδι στις φτωχές γειτονιές της πόλης φθηνά, καθώς το λάδι τότε ήταν πανάκριβο.

Όμως, κάποια παιδιά του χαλούσαν τις δουλειές. Τον κορόιδευαν μπροστά στους πελάτες και εκείνος τα κυνηγούσε. Μικροί και μεγάλοι τον κορόιδευαν και οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά. Ο ίδιος πίστευε ότι του έκαναν μάγια και έτσι βρήκε έναν «τρόπο» για να τα λύσει.

Έτσι, όποτε έβλεπε παιδιά από μακριά, άφηνε κάτω το δοχείο με το λάδι και έβγαζε από την τσέπη της ποδιάς του ένα χαρτί, το οποίο αργότερα έσκιζε σε κομμάτια και τα φυσούσε, λέγοντας ξόρκια, ώστε να φύγουν τα μάγια, όπως τα μικρά χαρτάκια.

#4 Ο Μενέλαος ο προξενητής

Ο Μενέλαος Τσιμάνης, ήταν ένας προξενητής. Καθώς ήταν παράλυτος από την μέση και κάτω, κυκλοφορούσε στην πόλη με ένα τρίκυκλο αναπηρικό καροτσάκι, ντυμένος πάντα ωραία.

Μπροστά στον Λευκό Πύργο, είχε ένα περίπτερο, όπου έκανε την δουλειά του προξενητή. Ο ίδιος αποκαλούσε το επάγγελμά του «κοινωνικό λειτούργημα». Καθώς ήταν και ο ίδιος από καλή οικογένεια που έμενε στην οδό Ντ’ Εσπεραί, ήξερε σε ποια σπίτια ζούσαν κορίτσια που ήταν σε ηλικία γάμου. Σχεδόν όλα τα προξενιά του, ήταν πετυχημένα, επειδή ήξερε τα πάντα για τις κοπέλες αυτές, τι ήθελαν και τι μυστικά είχαν…

Φήμες όμως έλεγαν ότι ο Μενέλαος, είχε και έναν πιο «σκοτεινό» ρόλο στην πόλη. Με λίγα λόγια, ακούγονταν ότι προμήθευε σε πλούσιους κοπέλες, όπως προσφυγοπούλες αλλά και κυρίες του καλού κόσμου. Με αυτό τον τρόπο, ξεπλήρωναν τα χρέη των συζύγων τους στα χαρτοπαίγνια και τις πρόσφεραν στους κερδισμένους.

#5 Ο Τσίτσιος και η Μπαντούδα

Ο Τσίτσιος και η Μπαντούδα, ήταν γιος και μάνα. Άλλοτε ήταν μία εύπορη οικογένεια, αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα, η μάνα έμεινε χήρα με 3 ορφανά αγόρια. Τον ένα γιο της, τον Χρήστο, τον φώναζε Τσίτσιο.

Λόγω και της σπάταλης ζωής της οικογένειας, από την περιουσία, τους έμεινε μόνο το σπίτι. Αναγκάστηκαν να βγουν στην ζητιανιά, καθώς οι 2 άλλοι γιοι της Μπαντούδας τους εγκατέλειψαν. Ο Τσίτσιος ήταν σχεδόν παράλυτος, αλλά ήταν ανάπηρος και διανοητικά.

Πέρα από την ζητιανιά, η Μπαντούδα έφτιαχνε και ξόβεργες για να ζήσουν. Ήταν κουτσομπόλα και ήξερε τα πάντα, καθώς τα έβλεπε από το παράθυρό της. Όταν ζητιάνευε χτυπώντας πόρτες και οι γυναίκες της γειτονιάς δεν άνοιγαν, τότε φώναζε και τις κατηγορούσε, βγάζοντας τ’ άπλυτά τους στη φόρα. Τότε αυτές, αναγκάζονταν να τους δίνουν ψωμί και καμιά δεκάρα.

Οι Θεσσαλονικείς από τότε, αποκαλούσαν κάθε εξαθλιωμένο ζευγάρι Τσίτσιο και Μπαντούδα, μετά από πολλά χρόνια από την εξαφάνιση των δύο.

#6 Ο Κοντορίζος

Ο Κοντορίζος, ήταν ο κουρέας Χρήστος Ριζόπουλος, ο οποίους ζούσε την εποχή του κομματικού διχασμού, ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς. Ο ίδιος ήταν βενιζελικός και συχνά καβγάδιζε με τους αντιπάλους του σε μία ταβέρνα.

Μετά τους καβγάδες, ανέβαινε στην Καμάρα και έστηνε επάνω της το σύμβολο των φιλελεύθερων, δηλαδή μία άγκυρα. Το επόμενο πρωί όμως, ο Πεντεδέκας, φανατικός υποστηρικτής των βασιλικών, ανέβαινε και αυτός στην Καμάρα, έβγαζε την άγκυρα και στην θέση της άφηνε ένα μεγάλο κλωνάρι από ελιά, δηλαδή το σύμβολο τους.

Αυτό επαναλαμβανόταν σχεδόν κάθε μέρα, μέχρι που τελικά βρήκαν μια χρυσή τομή: καθόρισαν οι ίδιοι μεταξύ τους, ποιες ώρες θα βρίσκεται επάνω στην Καμάρα η άγκυρα και πότε το κλωνάρι ελιάς.

#7 Ο Σπεράντζας

Ο Σπεράντζας, ήταν μαέστρος, ο οποίος είχε μία μπάντα 8 ατόμων, που έπαιζε μουσική στις κηδείες των απλών ανθρώπων και των Εβραίων.

Ανάλογα με το τι ήθελαν οι συγγενείς του νεκρού, κανόνιζε και τα άτομα που θα αποτελούσαν την μπάντα, τα οποία μπορούσαν να φτάσουν και τα 15. Δεν ήταν απαραίτητα όλοι μουσικοί, κάποιοι ήταν και φίλοι του, οι οποίοι απλά φυσούσαν μέσα στο πνευστό όργανο που είχαν, χωρίς να βγάζουν ήχο.

Μάλιστα, ο Σπεράντζας γνώριζε εβραϊκά και διαπραγματεύονταν με τους Εβραίους. Όποτε ο κόσμος έβλεπε την μπάντα του να περνάει, έβγαινε στο πεζοδρόμιο για να απολαύσει το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν, το οποίο η μπάντα έπαιζε εξαιρετικά.

Κάθε Πρωτοχρονιά, επισκεπτόταν τα σπίτια γνωστών και έπαιζε τα κάλαντα με την μπάντα. Αυτοί τους κερνούσαν και στο τέλος ήταν όλοι μεθυσμένοι. Πέθανε στην Κατοχή.

#8 Ο Παύλος Ξύδης

Ο σαραντάχρονος τότε Παύλος Ξύδης, ήρθε στην Θεσσαλονίκη το 1926 και φορούσε συνέχεια ένα παλιό κοστούμι. Πλησίαζε τον κόσμο, συστηνόταν από μόνος του και έλεγε την εξής φράση: «Λέγομαι Παύλος Ξύδης και θέλω το τέλος της τυραννίας».

Κανείς δεν ήξερε ποιας τυραννίας το τέλος επιθυμούσε. Αφού έπαιρνε το κέρμα που του έδιναν, τους ευχαριστούσε και πήγαινε σε μία άκρη, γράφοντας κάτι σε ένα χαρτί. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ακριβώς έγραφε.

Τελικά με τον καιρό, το παρατσούκλι του έγινε το «Παύλος ο Τυραννίας». Έλεγαν ότι ήταν κάποτε διευθυντής σε μια τράπεζα στο Κάιρο της Αιγύπτου. Όμως, κάποια μέρα, έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατούσε με τον καλύτερό του φίλο και έτσι πήρε το πρώτο βαπόρι που βρήκε από την Αλεξάνδρεια και βρέθηκε στον Πειραιά και έπειτα στην Αθήνα.

Λίγο πριν τον πόλεμο, κανείς δεν ξαναείδε τον Παύλο. Φήμες λένε ότι η Αστυνομία της πόλης τον ανάγκασε να φύγει, για να μην ακούγεται τριγύρω η φράση που επαναλάμβανε. Αυτό έγινε, γιατί μία τέτοια φράση, ήταν παρεξηγήσιμη στα χρόνια που διήρκεσε η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

#9 Ο Τσολιάς του Σέιχ Σου

Δίπλα στην θολωτή βρύση του Σέιχ Σου, βρισκόταν ένα καλυβάκι στο οποίο έμενε ο φύλακας του δάσους. Ήταν ντυμένος με στολή τσολιά και για να βγάζει τα προς το ζην, πουλούσε χύμα τσιγάρα σε μαθητές που έκαναν σκασιαρχείο ή πουλούσε το γάλα από τα πρόβατα που έτρεφε στην οικογένεια ενός καθηγητή του Πανεπιστημίου Σκλαβούνου.

Ο φύλακας, διηγούνταν την ιστορία του στους μαθητές που περνούσαν από εκεί. Το όνομά του, ήταν Βασίλης Μεραβίδης και είχε καταγωγή από τον Πόντο. Μέχρι το 1888, σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά για άγνωστους λόγους, το εγκατέλειψε και έφτασε στην πόλη μας.

Έκανε διάφορες δουλειές, όπως καβάσης, δηλαδή κλητήρας, θυρωρός και φρουρός σε διάφορα προξενεία της πόλης. Κατά τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα, συμμετείχε ως αντάρτης, μέχρι και το τέλος του.

Όταν απελευθερώθηκε η πόλη, ο Δήμος τον διόρισε φύλακα στο δάσος, αλλά τον ξέχασε. Το 1926 όμως, ο δημοτικός σύμβουλος Κώστας Καμμώνας, κατάφερε να δώσει σύνταξη στον Τσολιά, μέσω του Δήμου.

#10 Ο καθηγητής ξένων γλωσσών Παπάζογλου

Ο Αβραάμ Παπάζογλου, ήταν ένας πολυλογάς και ανισόρροπος άνθρωπος, ο οποίος χαιρετούσε με χειροφίλημα κάθε γυναίκα που συναντούσε καθώς περπατούσε στην Τσιμισκή, είτε την γνώριζε είτε όχι.

Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν καθηγητής ξένων γλωσσών, αλλά κανείς ποτέ δεν τον άκουσε να μιλάει κάτι πέρα από ελληνικά. Μάλωνε συχνά με τον Γιώργο Σαγιαξή, τον διευθυντή της ανύπαρκτης ακόμα Δημοτικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος τον αποκαλούσε «ναύαρχο χωρίς καράβια».

Κάποτε, έγραφε και σε εφημερίδες και υπέγραφε με τον εξής τρόπο: «καθηγητής της βαθυστόχαστης γερμανικής γλώσσης, της ευγενέστατης γαλλικής και της ευμόλπου ιταλικής». Πέθανε και αυτός στην Κατοχή.

*Πηγή: «Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης», του Κώστα Τομανά (εκδόσεις Νησίδες), parallaximag.gr/