Πόσα καλοκαίρια... Πάει και ο Ιούλιος!

Πόσα καλοκαίρια... Πάει και ο Ιούλιος!

Πάει και ο Ιούλιος! Δηλαδή, ένα ακόμη καλοκαίρι περνάει στις πίσω μας σελίδες.

"Τόσα καλοκαίρια, μου' χαν φύγει από τα χέρια" λέει το όμορφο τραγούδι του

Πλέσσα, που τραγουδάει ο αειθαλής Δάκης.

 

 

(από την ταινία Γοργόνες και μάγκες) γυρίστηκε στην Ύδρα

Πόσο όμορφα ήταν, για σκεφτείτε, τα παλιά μας καλοκαίρια. Με λίγα, πολύ λίγα, αλλά με το καρπούζι να μυρίζει ...καρπούζι, με το βερύκοκο να μυρίζει ...βερύκοκο!
Με την "καταβρεχτήρα" του Δήμου, να περνάει από τις γειτονιές και να ποτίζει τους χωματόδρομους, για να μη σηκώνεται σκόνη. Και με εμάς, τα -τότε- παιδιά, να φοράμε τα "μπανιερά" μας και να βγαίνουμε στο δρόμο όταν έπιανε βροχή (έβρεχε και τότε τον Ιούλιο- για "να κάνουμε μπάνιο".
 

Διότι το "μπάνιο" δεν ήταν τότε εύκολη υπόθεση...Έπρεπε ή να διαθέτει η οικογένεια ΙΧ (ελάχιστες ήταν τότε) ή να σηκωθεί από νωρίς, να πάει στην στάση του λεωφορείου, να πάει στην αφετηρία των "παραλιακών" λεωφορείων, να στριμωχτεί στην ουρά, να περιμένει για να μπει. Κι αν ο εισπράκτωρ φώναζε "πλήρες", να περιμένει το επόμενο!
 

Τί ήταν, όμως, η ταλαιπωρία μπροστά στην θάλασσα; Και δεν μιλάμε για μπάνιο "φαστ τρακ". Μιλάμε για μπάνιο που κρατούσε όλη μέρα. Έπαιρνε η οικογένεια από το σπίτι "κολατσιό", έπαιρνε κι ένα "θερμός" με νερό και μερικά φρούτα (βερύκοκα ή ροδάκινα) και άραζε στην παραλία, κάτω απ[ό κάποιο αρμυρίκι και "την έβγαζε" μέχρι να χαμηλώσει ο ήλιος!
 

Ήταν ιεροτελεστία το "μπάνιο" εκείνα τα χρόνια. Και το εκτιμούσαμε ιδιαιτέρως. και το μνημονεύαμε τον Σεπτέμβρη στο σχολείο, καθώς μετρούσαμε "πόσα μπάνια κάναμε" και τα λέγαμε ο ένας στον άλλον. Και εξηγούσαμε εκ των προτέρων ότι "πρωί- απόγευμα πιάνεται για δυο μπάνια!"...
 

Και ήταν διαφορετική η Αθήνα και ο Πειραιάς, αλλά και η "τέως διοίκησις πρωτευούσης". Διότι και τότε είχαμε υψηλές θερμοκρασίες, αλλά είχαμε πολύ λιγότερη άσφαλτο και πολύ λιγότερο τσιμέντο! Ανέπνεε η γη και δεν ξέραμε τί θα πει "αιρ κοντίσιον", καθώς κανείς-μα κανείς- δεν είχε δει μια τέτοια συσκευή.
 

Και τα μεσημέρια, τις "'ώρες κοινής ησυχίας", ενώ οι γονείς απολάμβαναν την απαραίτητη "σιέστα", εμείς περιμέναμε να ακούσουμε την φωνή του "παγωτατζή" να διαλαλεί το εμπόρευμά του. "Κρέμα, σοκολάτα, κύπελλο παγωτά"! Μια δραχμή η "κρέμα", μιάμιση η "σοκολάτα", δίφραγκο το "κυπελάκι". Και βγαίναμε στο δρόμο και δίναμε το "φραγκάκι" μας να απολαύσουμε μια "κρέμα", καθώς τα άλλα είδη ήταν "ακριβά"...
 

Αυτή την Ελλάδα γνωρίσαμε, αυτή την Ελλάδα νοσταλγούμε, αυτή την Ελλάδα είδαμε να μεγαλώνει και να γίνεται "σύγχρονο κράτος". Όπως τα παιδιά μας θα νοσταλγούν την δική τους Ελλάδα και τα εγγόνια μας το ίδιο.
 

Καλό-υπόλοιπο-καλοκαίρι...

Δημήτρης Καπράνος