Οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης σε άλλες εποχές

Οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης σε άλλες εποχές

Αν και τα σημαντικά κινηματογραφικά δρώμενα συμβαίνουν σχεδόν πάντα στις πρωτεύουσες, η Θεσσαλονίκη έχει το προνόμιο σε πολλές «πρωτιές», όχι μόνο σε εθνικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Και μάλιστα εν μέσω θυελλωδών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών (Βαλκανικοί πόλεμοι, πρώτος και δεύτερος παγκόσμιος, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, Μικρασιατική καταστροφή, τα επαναστατικά γεγονότα του 1936, η εξόντωση της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας). Ο κινηματογράφος, για μια ακόμη φορά, απόδειξε ότι διέθετε μια χωριστή δυναμική κι αυτό τον έκανε να αποκτήσει μια κυριαρχική θέση έναντι των άλλων τεχνών.

Σίγουρα στην ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης πρέπει να προσμετρήσουμε την ξεχωριστή γεωπολιτική της θέση. Έτσι είχε το προνόμιο να γευτεί τη νέα τέχνη ελάχιστους μήνες από την πρώτη εμφάνισή, στα μέσα του 1897, αν και η καθυστέρηση έναντι των άλλων πρωτευουσών πρέπει να οφείλεται στον βραχύβιο αλλά καταστροφικό για την Ελλάδα πόλεμο με την Τουρκία αυτή τη χρονιά.

Ουσιαστικά η εξάπλωση του κινηματογράφου στην υφήλιο ξεκινά στις αρχές του 1896. Δεκάδες πλανόδιοι εφοδιασμένοι με μηχανές προβολής διατρέχουν τις χώρες και εντυπωσιάζουν το κοινό με τη νέα εφεύρεση. Εντυπωσιάζει η εκπληκτική η ταχύτητα διάδοσης της νέας τέχνης που ας σημειωθεί την περίοδο εκείνη έχει απλά τη διάσταση του αξιοπερίεργου και όχι του μεγάλου θεάματος.

Στον βαλκανικό περίγυρο της Θεσσαλονίκης έχουμε την πρώτη προβολή στο Βελιγράδι στις 6 Ιουνίου 1896, που είναι και η πρώτη προβολή στα Βαλκάνια. Την προβολή έκανε ο οπερατέρ των Λυμιέρ, Andre Carr. Στην Αθήνα η «είσοδος» του κινηματογράφου γίνεται το Νοέμβριο του 1896 και στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Πιθανολογούμε, ελλείψει ιστορικών πηγών, ότι από αυτή την τελευταία ήρθε ο κινηματογράφος στη Θεσσαλονίκη κι αφού ολοκληρώθηκαν οι προβολές του κ. D. Henri εκεί, στην ελληνικής ιδιοκτησίας μπυραρία «Σπόνεκ» το Μάρτιο του 1897. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ 18 Απριλίου 19 Μαίου (ν. ημερ.) είχαμε τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, γεγονός αποτρεπτικό για ένα επιχειρηματικό ταξίδι.

paralia

Τα πρώτα βήματα

Και στη Θεσσαλονίκη, όπως στην Πόλη, η πρώτη προβολή γίνεται σε μπυραρία! Το γεγονός κατέγραψε με μια μικρή είδηση η εφημερίδα Journal de Salonique στις 4 Ιουλίου 1897:

Ο κινηματογράφος έκανε χθες το ντεμπούτο του στην σάλα του Καφέ- μπυραρία Η Τουρκία. Οι περίεργες φωτογραφίες, ζωντανεμένες από την πρωτότυπη αυτή ανακάλυψη, εξελίσσονταν μπροστά σ’ ένα έκπληκτο κοινό, που δεν έπαψε ούτε στιγμή να θαυμάζει ένα τόσο θελκτικό θέαμα.

Η ίδια είδηση μας πληροφορεί ότι οι προβαλλόμενες ταινίες, διάρκειας μικρότερης του ενός λεπτού η καθεμία, παρουσιάζουν τοπία του Παρισιού και εντυπωσιάζουν τους Θεσσαλονικείς που τρέχουν για να γνωρίσουν «την πιο διασκεδαστική εφεύρεση του αιώνα μας».

Όπως συνέβη και αλλού η πρώτη προβολή συνοδεύεται κι από μύθους. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης ο μύθος θέλει αντί της μπυραρίας «Τουρκία» η προβολή να γίνεται στο καφέ σανταν «Αλάμπρα» που ανήκε σε ένα Σεφαραδίτη Εβραίο. Όλα αυτά στο μυθιστόρημα του Enrique Saporta Y Beja “Tριγύρω στο Λευκό Πύργο”.

Χάρη στη συμβολή της ηλεκτρικής εταιρίας εγκαταστάθηκε στην πόλη μας και ο πρώτος κινηματογράφος. Στην αίθουσα της «Αλάμπρα» (όπου ονομάστηκε έτσι από έναν Σεφαραδίτη Εβραίο στη μνήμη της Γρανάδας, πόλης των προγόνων του) τοποθέτησαν ότι χρειαζόταν για την προβολή. Ήταν ένα “καφέ σαντάν”, που οι εξυπνάκηδες το ονόμαζαν “καφέ σεϊτάν” (καφενείο του διαβόλου).

Μια μέρα μετά το τέλος του κανονικού προγράμματος που αποτελούνταν από διεθνή νούμερα άρχισαν οι ετοιμασίες για την πρώτη προβολή.

Tα φώτα έσβησαν και ακούστηκε ο θόρυβος του προβολέα που λειτουργούσε. ένας τίτλος, λιγάκι τρεμάμενος, εμφανίστηκε στην οθόνη “L’ ARROSEUR ARROSE” (O ποτιστής ποτίζεται). Οι θεατές έβλεπαν πως ο παλιός “μαγικός φανός”, ο χαμένος στην ακινησία του, έβγαινε από την αδράνεια και αποκτούσε κίνηση. Οι περιπέτειες του ποτιστή που ποτίζεται ξεσήκωσαν τα γέλια όλων. Μεσολάβησε μια μικρή διακοπή, μέχρι να ετοιμαστεί το δεύτερο έργο. Κάποιος φιλύποπτος θεατής, νομίζοντας πως υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν πίσω από την οθόνη, ανέβηκε στη σκηνή. Διαπίστωσε όμως πως δεν ήταν κανένας εκεί.

Το έργο που ακολούθησε ήταν η απόδειξη για εκείνους που αμφέβαλαν ακόμα. Ταφώταέσβησανξανάκαιφάνηκεοτίτλος : “ENTREE DU TRAIN EN GARE DE LA CIOTAT”. Φάνηκε στην αρχή μια σιδηροδρομική γραμμή κι όταν ξεπρόβαλε μια ατμομηχανή που κατευθυνόταν προς το κοινό, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει από φόβο. Και ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος που μεταβλήθηκε σε πανικό. Ο κόσμος έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, παραμερίζοντας ή παρασύροντας τα καθίσματα. Σε ένα λεπτό η αίθουσα άδειασε. Κι έτσι το βράδυ, δεν χρειάστηκε να παίξουν το “AU REVOIR ET MERCI” για να αναγγείλουν το τέλος του προγράμματος, μουσική σύνθεση που οι Σαλονικιοί αποκαλούσαν κοροϊδευτικά “Ασιχτίρ μαρς”.

Εκεί που συμφωνούν και οι δυο πηγές είναι στο ότι το πρόγραμμα περιλάμβανε ταινίες των αδελφών Λυμιέρ από τη Γαλλία.

ΟΛΥΜΠΙΑ2

Ολύμπια

Η μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου στη νέα τέχνη οδηγεί πολύ γρήγορα στη ανάγκη μόνιμης στέγης πέρα από τις ευκαιριακές προβολές σε καφενεία ή άλλους χώρους θεαμάτων. Έτσι έχουμε ήδη από το 1903 τη δημιουργία της πρώτης μόνιμης κινηματογραφικής αίθουσας. Πρόκειται για το Θέατρο ποικιλιών «Ολύμπια» στην παραλιακή οδό ανάμεσα στην πλατεία Ελευθερίας και το ξενοδοχείο Σπλέντιτ. Ο ηθοποιός και θεατρώνης Πλούταρχος Ιμπροχώρης συνεταιρίζεται με το φωτογράφο Jean Leitmair, που πήγε στην Ευρώπη και έφερε μηχανήματα προβολής. Έτσι το «Ολύμπια» μετεξελίσσεται σε κινηματογράφο και προβάλλει ταινίες αρχικά τα Σαββατοκύριακα.

Ουσιαστικά πρόκειται για τη πρώτη κινηματογραφική αίθουσα στα Βαλκάνια με δεδομένο ότι στην Κωνσταντινούπολη ο κινηματογράφος απόκτησε μόνιμη στέγη μόλις το 1907, το ίδιο και στη Σμύρνη, ενώ στην Αθήνα το 1908.

Το επόμενο κινηματογραφικό άλμα στην Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται το 1905 από τον Κωνσταντίνο Ρώμπαπα με την εκμίσθωση του Κήπου του Λευκού Πύργου και τη λειτουργία του ως ένα πολυχώρο αναψυχής που περιλαμβάνει εκτός από κινηματογράφο, όπου γίνονται και θεατρικές παραστάσεις, καφενείο και εστιατόριο.

ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ

Η ανάπτυξη του κινηματογράφου, χάρις στη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού, είναι τόσο μεγάλη που το Έθνος (Θεσσαλονίκης) της 22 Δεκέμβρη 1910 γράφει χαρακτηριστικά:

«Κατεκλύσθη κυριολεκτικώς η πόλις μας από κινηματογράφους». Ίδια εντύπωση και το επόμενο χρόνο όπου σε σχόλιο της εφημερίδας «Μακεδονία» (14/7/1911) εμφανίζεται ξένος ερχόμενος για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και βλέποντας παντού αγγελίας κινηματογράφων» ρωτάει κάποιον: Συγνώμην, κύριε, που δεν έχει κινηματογράφον απόψε;

Η κινηματογραφική μανία των Θεσσαλονικέων, ανδρών και γυναικών, που αυξάνει χρόνο με το χρόνο, αποτυπώνεται ανάγλυφα σε ένα χρονογράφημα της Μακεδονίας από το οποίο μαθαίνουμε ότι περνούν περίπου 6 ώρες την ημέρα μέσα σ αυτούς! Και για να είναι απερίσπαστοι στη πολύωρη παρακολούθηση ταινιών κουβαλούν μαζί τους καλαθάκια με τρόφιμα. «Ολίγο ζαμπόνι ένα δυο κουλουράκια, μερικές πάστες. Κι όταν αποκάμουν χειροκροτούντες και αισθανθούν τσιμπήματα εις το στομάχι αρχίζουν να μασούν χωρίς να παύσουν παρακολουθούντες τας ταινίας.»

PATHE

Έτσι λοιπόν έφτασε η ώρα των μεγάλων κινηματογράφων. Από το 1911 ξεκινά ο κινηματογράφος «Πατέ» του Αρών Κοέν, στην παραλιακή οδό, που τα επόμενα χρόνια φαίνεται να κυριαρχεί έχοντας φυσικά το προνόμιο να προβάλει ταινίες της γαλλικής εταιρίας «Πατέ» που μέχρι τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο κυριαρχεί στην παγκόσμια κινηματογραφική αγορά.

Ο κινηματογράφος διαθέτει πρώτη και δεύτερη θέση ενώ προβάλλει ταινίες χρωματιστές, σε ένα μικτό πρόγραμμα που περιλαμβάνει δυο τρία δράματα και ανάλογο αριθμό κωμωδιών. Επιπλέον γίνονται πρωινές προβολές (10-12) για παιδιά με ειδική τιμή εισόδου 1 γρόσι. Δε λείπουν και προβολές φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Οι προβολές στο Πατέ συνοδεύονται ηχητικά με «ορχήστρα εκλεκτή υπό του μουσικού κ. Βάιτ».

Χαρακτηριστικό είναι ότι το καλοκαίρι του 1912 λειτουργούν παράλληλα δυο «Πατέ». Ο χειμερινός, στη γνωστή θέση, κι ένας θερινός στην οδό Πύργων, πλησίον Κερίμ Εφέντη. Για να φανεί ανταγωνιστικός προς τον Κήπο του Λευκού Πύργου ο θερινός «Πατέ» προσθέτει ζυθοπωλείο και ορχήστρα. Ο κινηματογράφος της Πόλεως, από τη μεριά του, για να προσελκύσει πελάτες τους θερινούς μήνες εξοπλίζει την αίθουσα με 20 ανεμιστήρες!

Αλλά και το Ολύμπια αποκτά το 1913 την θερινή του επέκτασή στήνοντας κινηματογράφο στο παραπλεύρως του ξενοδοχείου «Σπλέντιτ» «θερινόν αμφιθέατρον».

splendit

Ο κινηματογράφος στην άκρη δεξιά

Λίγο μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο Ελληνικό Κράτος, το 1913, ο ιδιοκτήτης του «Πατέ», ανακοινώνει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, μοναδικό για την εποχή: τη δημιουργία ενός «σαλονιού θεαμάτων» που θα περιλαμβάνει μεγάλη χειμερινή αίθουσα στο ισόγειο και θερινό κινηματογράφο στην ταράτσα σε ύψος 15 μέτρων. Ας σημειωθεί τέτοιου τύπου κινηματογράφοι στην Ελλάδα άρχισαν να χτίζονται τη δεκαετία του 60.

Δυστυχώς το όραμα δεν πήρε σάρκα και οστά. Αν όμως ο ιδιοκτήτης του “Πατέ” δεν καταφέρνει να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο σχέδιο έρχεται ο κ. Αλλαλούφ να δημιουργήσει την ίδια χρονιά ένα νέο κινηματογράφο κι αυτόν στην παραλία, κοντά στο Λευκό Πύργο, το υπέροχο «Παλλάς». Με αρχιτεκτονικό σχέδιο Ε. Μοδιάνο, ζωγραφικό διάκοσμο του κ. Ρουμπεφά και 860 πολυτελείς θέσεις, παίρνει τα σκήπτρα απ όλους τους άλλους. Γι αυτό δεν διστάζει να διακηρύττει με περηφάνια ότι «αίθουσαν κινηματογράφου ομοίαν προς την του «κινημα Παλλάς» δεν απέκτησαν ακόμη, ούτε οι Παρίσιοι, ούτε η Βιέννη.»

Pallas2

Αλλά δυστυχώς ξεκινά μια παρατεταμένη πολεμική περίοδος και υποχρεωτικά η κινηματογραφική ζωή της πόλης αποχτά άλλους ρυθμούς. Οι κινηματογράφοι προβάλλουν συστηματικά πολεμικά επίκαιρα ενώ οργανώνουν ειδικές προβολές τα έσοδα των οποίων διατίθενται για τους τραυματίες.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 ήταν οι πρώτοι που συγκέντρωσαν όλες τις κάμερες της εποχής. Πάνω από είκοσι οπερατέρ από Γαλλία, Ρωσία, Βουλγαρία Σερβία, Ελλάδα, Κροατία, Μεγάλη Βρετανία, Αυστραλία, Γερμανία, Δανία βρέθηκαν στα χαρακώματα με τη μηχανή λήψης στο χέρι. Από ελληνικής πλευράς εκδηλώνεται τότε, για πρώτη φορά, κρατικό ενδιαφέρον για την κινηματογράφηση σκηνών των πολεμικών επιχειρήσεων. Το έργο ανατίθεται στον Ζόζεφ Χέπ, τον Ούγγρο τεχνίτη του κινηματογράφου που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα από το 1910 και ήταν αναμφισβήτητα ο πιο έμπειρος κινηματογραφιστής.

Πολεμική περίοδος

Στον πρώτο παγκόσμιο που ακολουθεί ο κινηματογράφος γίνεται το βασικό προπαγανδιστικό μέσο Γαλλίας και Αγγλίας. Ειδικά το φωτογραφικό και κινηματογραφικό τμήμα του γαλλικού στρατού της Ανατολής αποτελούνταν από 10 άτομα προκειμένου να κάνει «πολεμικά ρεπορτάζ». Φαίνεται όμως ότι το τμήμα δεν περιορίζονταν μόνο σε λήψεις. Οι φωτογραφίες αναπαράγονταν σε μορφή καρτ ποστάλ ενώ παράλληλα οργανώνονταν και κινηματογραφικές προβολές.

OLYMPIA

Το «Ολύμπια» έχει απαθανατιστεί το 1916 σε δεκάδες φωτογραφίες με πλήθος μαθητών να ετοιμάζονται να μπουν μέσα για να παρακολουθήσουν μια από αυτές τις προβολές. Δωρεάν προπαγανδιστές προβολές για μαθητές ελληνικών και ξένων σχολείων οργανώνονται από του συμμάχους και στο «Παλλάς» το 1917 ενώ στον ίδιο χώρο οργανώνονται και συναυλίες υπέρ του στρατού της Ανατολής

Αλλά οι κινηματογράφοι της πόλης δεν συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις μόνο με προβολές. Το «Πατέ», το 1918, στεγάζει προσωρινά όμηρους από τη Βουλγαρία!Ενίοτε οι προβολές του Γαλλικού Στρατού της Ανατολής στο «Παλλάς» συνοδεύονται και από ομιλίες όπως αυτή του γάλλου δημοσιογράφου Τομά επί «των ψευδών ειδήσεων του πολέμου». Οι προπαγανδιστές προβολές των Γάλλων δεν περιορίζονταν στην πόλη αλλά απλώνονταν σε όλη τη Μακεδονία.

Μέσα σ αυτές τις έκτακτες συνθήκες ένας ακόμη κινηματογράφος έρχεται να προστεθεί το 1915. Ένας κινηματογράφος που με τις συνεχείς μεταμορφώσεις του θα «στοιχειώσει» για πολλά χρόνια την πόλη. Σύμφωνα με τον κ. Τομανά ήταν μια παλιά αποθήκη στην παραλιακή οδό που στρώθηκε με χοντρά καδρόνια και με μια ωραία πρόσοψη μεταμορφώθηκε πρόχειρα σε κινηματογράφο. Στόχος ήταν να προσελκύσει τα Συμμαχικά στρατεύματα που κατέκλυσαν την πόλη.

Ιδιοκτήτης του νέους κινηματογράφου ήταν ο κ. Σεγούρα (που θα αναδειχθεί σε μεγάλο αιθουσάρχη) και το όνομα που του δόθηκε ήταν «Μοντέρν». Αργότερα, μετονομάστηκε σε «Εθνικόν» και τέλος σε «Κεντρικόν».

Το Μάιο του 1919 διαβάζουμε στον τύπο (Μακεδονία, 2 Μαΐου 1919) κάτι που ανατρέπει την εικόνα της προχειροφτιαγμένης αποθήκης. Ο κινηματογράφος προβάλει την ταινία «Η τυφλή αοιδός» συνοδεία μεγάλης ορχήστρας. Η ιδιαιτερότητα έγκειται στο γεγονός ότι τα τραγούδια που παίζει η ορχήστρα αποτελούν πρωτότυπες συνθέσεις, εικά για την ταινία, του μαέστρου Σακελλαρίδη τα οποία αποδίδει η κ. Συράκου του θιάσου Έγκελ.

Με την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων ο κινηματογράφος αποχτά ντόπια πελατεία. Σύμφωνα με τον Αιμ. Δημητριάδη η πελατεία ήταν σχεδόν εβραϊκή:

Το Σάββατο, μέρα αργίας για τους Εβραίους, τους έδινε την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το έργο του «ΜΟΝΤΕΡΝ» οικογενειακώς. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πεθερές και θείες καταλάμβαναν από νωρίς τα καθίσματα των πρώτων σειρών της αίθουσας για να απολαύσουν το έργο τουλάχιστον δυο φορές. Έτρωγαν σακούλες πασατέμπο που τα τσόφλια τους άσπριζαν το πάτωμα σαν χιόνι και έπιναν γκαζόζες και σινάλκο σχολιάζοντας ή επεξηγώντας δυνατά στη γλώσσα τους, στους γέρους και τα παιδιά, την εξέλιξη του έργου.

1917_p

Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 αλλάζει τη μορφή της πόλης και επηρεάζει, ως είναι φυσικό, και το κινηματογραφικό τοπίο. Το μεγαλύτερο θύμα είναι το «Πατέ» που καταστρέφεται ολοσχερώς και με ειδική άδεια γκρεμίζεται το 1919. Αλλά ο κινηματογράφος «ποτέ δεν πεθαίνει»! Έτσι την ίδια χρονιά της καταστροφής αναγγέλλεται η δημιουργία ενός νέους κινηματογράφου. Είναι το «Πάνθεον», λεωφόρο Αμύνης 31. Διαφημίζεται δε σαν «ο μοναδικός ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ οικογενειακός κινηματογράφος»

Απ την άλλη το «Σπλέντιτ» μετακομίζει από την παραλία στην πύλη Βαρδαρίου, οδός Αγίας Παρασκευής, αλλά με τη μορφή πλέον ενός πολυτελούς χειμερινού κινηματογράφου. Είναι η εποχή που αρχίζει να δημιουργείται εδώ μια νέα κινηματογραφική «πιάτσα». Το «Πατέ» ξαναγεννιέται σε νέα θέση (Βασιλίσσης ¨Όλγας και Οθωνος) ενώ το 1920 ανοίγει ένας ακόμη κινηματογράφος, το «Ροαγιάλ» στην οδό Αγίου Δημητρίου 132.

Αλλά δυστυχώς ο τόπος δεν ησυχάζει. Σχεδόν αμέσως με τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου, 1919 η χώρα παρασύρεται στην περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας. Και πάλι ο κινηματογράφος καλείται να συμβάλλει στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όλοι σχεδόν οι Έλληνες οπερατέρ της εποχής πηγαίνουν στο μέτωπο. Τα παραγόμενα από το Υπουργείο Εξωτερικών επίκαιρα χαρακτηρίζονται ως «Εθνικαί ταινία». Η προβολή δεν περιορίζεται μόνο στις κινηματογραφικές αίθουσες αλλά οργανώνονται ειδικές προβολές σε δύο τουλάχιστον σημεία της επικράτειας: την πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα και την πλατεία του Λευκού Πύργου. Στη Θεσσαλονίκη οργανωτής των προβολών είναι ο Δήμος.

Όλοι στο σινεμά

Και φτάνει η ήττα του ελληνικού στρατού κι ο ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ο ερχομός των προσφύγων φέρνει μια νέα άνθηση στον κινηματογράφο που είναι άλλωστε είναι όχι μόνο το πιο φτηνό αλλά και το πιο λαϊκό ψυχαγωγικό θέαμα. Για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες δαιμόνιοι επιχειρηματίες στήνουν κινηματογράφους στα πιο απίθανα μέρη ακόμη και τους χώρους θρησκευτικής λατρείας των μουσουλμάνων που η αναγκαστική «ανταλλαγή» τους έδιωξε από την πόλη. Έτσι το Γενή Χαμάμ μετατρέπεται το 1925 στον κινηματογράφο ΑΙΓΛΗ, το τζαμί Χαμζά Μπέη, τέλη του 1932, στο ΑΛΚΑΖΑΡ! Και το παράδοξο, αυτοί οι είναι οι κατ εξοχήν κινηματογράφοι στους οποίους συχνάζουν οι πρόσφυγες! Άλλωστε προβάλλουν συχνά τούρκικες ταινίες.

ΑΛΚΑΖΑΡ

Επίσης μια αποθήκη στην Τούμπα μετατρέπεται σε κινηματογράφο.

Η εφημερίδα «Μακεδονία (4/10/1924) διαπιστώνει την ισχυρή γυναικεία παρουσία στις αίθουσες και κυρίως σε ακατάλληλα έργα. Και μάλιστα κάθε ηλικίας, από ηλικιωμένες μέχρι παιδιά. Κάποιες μητέρες κουβαλούν και τα μωρά αφού δεν μπορούν να τα αφήσουν σπίτι!

Οι εύποροι πολίτες όμως εξακολουθούν να συχνάζουν στους δυο κινηματογράφους του Λευκού Πύργου όπου με μεγάλη επισημότητα γίνονται τα εγκαίνια των νέων θεαμάτωνταοποία τιμούν με την παρουσία τους «αι καλύτεραι οικογένειαι της πόλεως». Μια από αυτές τις πρεμιέρες στις 4 Νοεμβρίου 1925 την προβολή συνόδευε ηχητικά ο βαρύτονος κ. Πρεδάρης και η ορχήστρα του κ. Κοτσανίδη. Το πρόγραμμα συμπλήρωνε «το μπαλέτο Μέις – Μέτς δυο κωμικούς θαυματοποιούς και τρεις άλλας ενδιαφερούσας ατραξιόν.»

Ανάλογη κοσμική σύναξη και στον αριστοκρατικό κινηματογράφο «Αλάμπρα» όπου στην πρεμιέρα του έργου «ΤΣΕ ΤΣΑ ΚΟ» (10 Νοεμβρίου 1926) η προβολή συνοδεύεται από δυο τραγούδια που συνέθεσε ειδικά για το έργο ο Σακελλαρίδης και ερμήνευσε η Λυδία Λινίνα.

Η διεύθυνση του «Πατέ» στο μεταξύ διαθέτει μεγάλα ποσά για την ανακαίνιση του κινηματογράφου οροκειμένου να αναβαθμιστεί «ώστε ν αναδειχθεί ως η τελειωτέρα κινηματογραφική αίθουσα ολοκλήρου της Ανατολής». Τα εγκαίνια γίνονται το Σεπτέμβριο 1925

Καθώς στους παραλιακούς κινηματογράφους συχνάζει ο καλός κόσμος, η παρουσία του λαϊκού «Μοντέρν» ανάμεσά τους αρχίζει να ενοχλεί. Το Δεκέμβριο του 1924 η αστυνομία διατάσει το κλείσιμο του «διότι δεν αντεπεκρίνετο προς τους κανόνας της καθαριότητος και του συχνού αερισμού». Μετά την καθαριότητα και ασβέστωμα των τοίχων επέτρεψε πάλι το άνοιγμα αλλά δεν σταμάτησαν οι επιστολές και σχόλια που των εφημερίδων που κατάγγελλαν την χαμηλή ηθική των ταινιών, ζητώντας επίμονα το κλείσιμό του.

Η κινηματογραφομανία δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα παιδιά που ανακαλύπτουν ένα νέο παιχνίδι. Μικρά κομμάτια από φιλμ από αποσυρμένες κόπιες των 35 χιλιοστών που αποτελούνταν από τέσσερα διαδοχικά φωτογράμματα αλλάζουν χέρια με το σύστημα μονά-ζυγά ή κορώνα γράμματα με μια μπακιρένια δεκάρα. Τα κομμάτια φιλμ πωλούνταν με το μέτρο στα καπνοπωλεία και τα ψιλικατζίδικα.

Στο παιχνίδι μπήκε το 1924 ο εισαγωγέας του γάλακτος «OLLANDIA» ανταλλάσοντας έξι ετικέτες των κουτιών του με έναν «κινηματογράφο τσέπης», αυτό που σήμερα λέμε «φλιπ μπουκ».

παραλια

Η μοναδικότητα του Κουρσάλ

Koyrsal

Τέλη Ιουνίου 1925 εμφανίζονται στις εφημερίδες της πόλης οι πρώτες διαφημίσεις για τη λειτουργία ενός μοναδικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι «Κουρσάλ», είναι πλωτός, φυσικά υπαίθριος και εκτός από κινηματογραφικές προβολές προσφέρει εκλεκτό φαγητό: φρέσκα ψάρια, κρύα πιάτα και δροσερή μπύρα.

Αν κρίνουμε από μικρά σχόλια που εμφανίστηκαν στις εφημερίδες το μπαρ του κινηματογράφου, που βρισκόταν στο αμπάρι, πρέπει να ήταν η πιο μεγάλη ατραξιόν προσφέροντας στους θαμώνες του «κουνήματα», συμπληρωματικά στα κουνήματα της θάλασσας. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν υπάρχουν.

Και όλα αυτά παρουσιάζονταν, όπως έλεγε η διαφήμιση, ως «πρωτοφανής αμερικανισμός», αν και ποτέ κάτι ανάλογο δεν εμφανίστηκε στην Αμερική. Μόνο τα drive in που ήταν κάτι πολύ διαφορετικό.

Ένα ρεπορτάζ του ανταποκριτή του περιοδικού «Κινηματογραφικός Αστήρ», που εκδίδονταν στην Αθήνα, μας δίνει μια πληρέστερη εικόνα του πλωτού κινηματογράφου:

«Κουρσάλ. Κάθε βράδυ, συγκεντρώνει αρκετόν πλήθος κόσμου, που ζητεί να βρή λίγη δροσιά στον πρωτότυπον αυτόν πλωτόν κινηματογράφο. Και είνε αλήθεια απόλαυσις να περνά κανείς την ώρα του στο πρωτότυπο αυτό κέντρον, προ παντός ότι λικνίζεται από ελαφρά κύματα»

Ο Κ. Τομανάς, στο βιβλίο του «Οι κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης», στηριγμένος προφανώς σε προφορικές μαρτυρίες που με το πέρασμα του χρόνου αλλοίωσαν το όνομα κινηματογράφου κι από Κουρσάλ το έκαναν Τζερουσαλέμε, για να ηχεί πιο εβραϊκό και το αναβάθμισαν από μαούνα σε ιστιοφόρο, δίνει αυτή την περιγραφή:

«Μια φαρδιά σανίδα με κάγκελα εκατέρωθεν, οδηγούσε από το μουράγιο στο κατάστρωμα, όπου είχαν τοποθετηθεί τα καθίσματα και η οθόνη, ένα μεγάλο λευκό καραβόπανο, που κυμάτιζε σαν σημαία στο βραδινό αεράκι, με αποτέλεσμα οι εικόνες να μην είναι και τόσο καθαρές.

Οι ταινίες που έπαιζε το πλωτό αυτό σινεμά ήταν δευτέρας προβολής, αυτό όμως δεν ενδιέφερε και τόσο τον κόσμο, που πήγαινε εκεί για ν’ απολαύσει τον δροσερό μπάτη πίνοντας την γκαζόζα, το σινάλκο ή τη γρανίτα του.

Μόνιμη πελατεία του σινέ GERUSALEME ήταν οι εβραϊκές οικογένειες που έμεναν στον Δεύτερο μώλο, τη σημερινή οδό Προξένου Κορομηλά, και στην οδό Μητροπόλεως. Τα καλοκαιρινά βράδια έφευγαν από τα σπίτια τους, σωστά καμίνια, και πήγαιναν στη θάλασσα για να δροσιστούν.»

Και πήγαιναν όλα καλά μέχρις ότου εμφανίστηκε στις 23 Αυγούστου 1925 μια πρωτοσέλιδη επίθεση από την εφημερίδα «Μακεδονία». Σε άρθρο με τίτλο «ΚΟΥΡΣΑΛ: Η ΠΑΡΔΑΛΗ ΜΑΟΥΝΑ» ο υπογράφων Κ.Δ. Καραβίδας δεν αρκείται στον χαρακτηρισμό της ως «εξάμβλωμα» αλλά υποστηρίζει ότι «ο πλέον καθυστερημένος δήμαρχος της εσχάτης των πόλεων της πενιχροτέρας αισθητικής, θα εθεώρει ως πρώτον καθήκον του την πυρπόλησιν της μαούνας, εξορίας δε ψήφισμα θα εζητείτο δια πάντα όστις θα εύρισκε δάκρυα επί της αφανιζομένης ωραιότητος.»

Η πρώτη σκέψη είναι ότι ο κ. Καραβίδας, που ασχολείται και με την ποίηση, δεν κάνει άλλο παρά να συντάσσεται με το σύνολο σχεδόν των μελών της «ιντιλιγγέντσιας» της εποχής οι οποίοι αν και παρακολουθούσαν κινηματογράφο θεωρούσαν την τέχνη του κινηματογράφου «σαν κάτι το κατώτερο», όπως επισημαίνει ο Νικόλας Κάλας το 1931.

Η απάντηση στο άρθρο του Κ. Καραβίδα, που έρχεται την επόμενη κιόλας μέρα από τον Κ. Σνωκ, αλλά κι ανταπάντηση του πρώτου λίγο αργότερα, φανερώνουν ότι κάτι βαθύτερο υποβόσκει. Άλλωστε ο Κ. Σνωκ δεν έχει διαφορετική γνώμη για το «Κουρσάλ». Αλλά ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός ότι ο αρθρογράφος υποτιμά το πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων Μακεδόνων, αφού δεν αντιδρούν στην παρουσία του «Κουρσάλ», και του δηλώνει ότι «αντί να ειρωνεύηται την οπισθοδρώμησιν αυτήν, θα ώφειλε να κλαίη επί των αιτίων της».

Στη απάντησή του ο Κ. Καραβίδας, αφού δίνει τη δική του εκδοχή για ιδανικό τύπο του Έλληνος Μακεδόνος βάσει του οποίου πρέπει να διαμορφώσουν του παλιούς και νέους κατοίκους της περιοχής, αφήνει πολλά υπονοούμενα για την όχι και τόσο έντιμη διαχείριση την περίοδο που ο Κ. Σνώκ κατείχε δημόσια αξιώματα είτε ως διευθυντής του επικοιστικού γραφείου Εδέσσης ή ως υποδιοικητής Χαλκιδικής αλλά και μια αόριστη αναφορά σε ζητήματα που συζητούν ιδιωτικά και δεν έπρεπε να δημοσιοποιούνται.

Και οι δυο έχουν διατελέσει μέλη του κρατικού μηχανισμού που αγωνίζεται να «ελληνοποιήσει» τα νέα εδάφη με την έντονη πολυεθνική σύνθεση. Ο Κ. Σνωκ εξελίχθηκε σε υμνητή του γερμανικού φασισμού.

Αλλά έρχεται το τέλος του καλοκαιριού και μαζί το τέλος του «Κουρσάλ». Ο ανταποκριτής του «Κινηματογραφικού Αστέρα» τηλεγραφεί: «Το Κουρσάλ, ο περίφημος πλωτός Κινηματογράφος έλαβε πάλιν την μορφήν παληομαούνας και κατέλαβε την προτέραν του θέσιν μεταξύ των ρημαγμένων καραβιών». Σύμφωνα με ένα μεταγενέστερο δημοσίευμα της «Μακεδονίας» (27/8) ο πλωτός κινηματογράφος ως απλή μαούνα πλέον, θα μεταφερθεί στην Παλαιστίνη για να χρησιμεύσει σαν πλωτή σχολή Δοκίμων!

Και μπορεί το «Κουρσάλ» να χάθηκε οριστικά αλλά φαίνεται ότι έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων γι αρκετό ακόμα. Έτσι, όταν έφτασε από τη Βιέννη, ένα χρόνο αργότερα, η πληροφορία ότι ένα ποταμόπλοιο μετασκευάστηκε σε καφενείο-εστιατόριο, η «Μακεδονία» σχολίασε: «Δηλαδή θα είναι κάτι ανάλογον προς την περίφημον μαούναν «Κουρσάλ» την οποίαν ετορπίλισεν ο καλός μας φίλος κ. Κώστας Καραβίδας.»

(Σχετική με το Κουρσάλ – αλλά όχι μόνο – η ομώνυμη ταινία μου. Ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 61 λεπτών. )

Koursal (the movie) από Theodosiou

ΔΙΟΝΥΣΙΑ – ΗΛΥΣΙΑ

Διονύσια

Το 1926, σύμφωνα με μία επίσημη στατιστική, στην Ελλάδα υπήρχαν 71 κινηματογράφοι: 13 στην Αθήνα, 7 στη Θεσσαλονίκη, 6 στον Πειραιά. Εντυπωσιακός, αναλογικά με τον πληθυσμό, αριθμός κινηματογράφων στη Θεσσαλονίκη. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η κατασκευή πολυτελών οικοδομημάτων.

Στις 26 Νοεμβρίου 1926 γίνονται τα εγκαίνια του κινηματογράφου «Διονύσια» με την εντυπωσιακή πρόσοψη ο οποίος χαρακτηρίζεταιως «το τελειότερον οικοδόμημα του είδους εν Ανατολή και από απόψεως αρχιτεκτονικής και από απόψεως διακοσμήσεως.» Μαζί με τα θεωρεία έχει 1.000 καθίσματα.

Με εξαιρετικά θορυβώδη τρόπο ξεκινά τη λειτουργία του, το Νοέμβριο του 1930, ο κινηματογράφος “Ηλύσια”αφού για την επιλογή του ονόματός του οργανώθηκε δημοψήφισμα! Είναι για πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.

Ο ανταποκριτής του Κινηματογραφικού Αστέρος δεν κρύβει τον θαυμασμό του για το νέο απόκτημα της πόλης που πιστεύει ότι της δίνει προβάδισμα έναντι της Αθήνας.

Αι εξωτερικαί εμφανίσεις του νεόδμητου κτιρίου είναι ανώτεραι πολλών μεγάλων κινηματογράφων της Ευρώπης, ο εσωτερικός διάκοσμος πλουσιώτατος τελείως μοντέρνος. Η ηλεκτρική εγκατάστασις του τόσον της προσόψεως όσον και η εσωτερική, χάρμα οφθαλμών, πρωτοφανής δια την Ελλάδα.

Αλλά αυτό το «στόλισμα» για την πόλη δεν χτίστηκε χωρίς αντιδράσεις. Οι φανατικοί χριστιανοί θεωρούν ότι ο κινηματογράφος «βεβηλώνει» την παρακείμενη εκκλησία και υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας. Ευτυχώς δεν ακούστηκαν.

DSC00861

Αλλά δυστυχώς υπάρχει κι άλλη πλευρά. Υπάρχουν κινηματογράφοι που χαρακτηρίζονται ερείπια!

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Φύλλο: 31/3/1929,

Το 1929 η αρμόδια επιτροπή ελέγχου Στη χειρότερη κατάσταση ο κινηματογράφος του Λευκού Πύργου ο οποίος θεωρείται ερείπιο και το Πάνθεον (αυτός που διαφημίζονταν σαν ο μανδικός Ελληνικός κινηματογρλαφος) σαθρή κατασκευή και δεν παίρνει ούτε επισκευή!

19-6 1930 Κατέρρευσε το ΑΤΤΙΚΟΝ

¨ένα χρόνο αργότερα Εκσκαφή στο διπλανό οικόπεδο κατέρευσε ο τοίχος της δυτικής πλευρας μαζι με την ταράτσα όπου βρισκόταν η οικία του ιδιοκτήτη του κινηματογράφου κ. Δοκτορίδου. Δεν υπήρξαν θύματα.

Η επιτροπή επιθεωρήσεων κινηματογράφων τον Οκτώβρη 1930 διατάσει το κλείσιμο του «Εθνικόν» γιατί δεν πληρεί τους όρους ασφαλείας των θεατών σε περίπτωση

Φύλλο: 5/11/1931

Το 1931 Παίρνουν άδεια οι κινηματογράφοι Ηλύσια, Διονύσια, Πάνθεον και Αλκαζάρ

Να κλείσουν οι κινηματογραφοι Λευκού Πύργου, Παλλάς, Μοντέρν και Τούμπας γιατί δεν έκαναν τις μετατροπές που έπρεπε ενώ να κάνουν αλλαγές Απόλλων, Κυβέλεια, Αρών, Αττικόν, Πατέ.

Ομιλών κινηματογράφος

Ο ερχομός του ομιλούντος κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν πολύ ομαλός.

«Μετά το 1927, θυμάται ο Θεσσαλονικιός κινηματογραφιστής Σαμ Προφέτα, «ήρθε αυτή που λέγαν “ηχητική άδουσα”. Και είχε ήχο μόνο όταν περπατούσε κανένα τραμ, ή ξέρω γω, κανένα τραγουδάκι. Το οποίον ήτανε με δίσκους. Ο δίσκος έπαιζε στο γραμμόφωνο δίπλα στη μηχανή προβολής, μόνο που αρχινούσε από το τέλος κι ερχόταν προς την αρχή. Έπαιζε ταυτόχρονα με την ταινία. Ήταν δύσκολο αλλά το συγχρονίζαμε”.

Ο πραγματικος ομιλων έρχεται τον Ιανουάριο του 1930 το “Αττικόν” στην Αθήνα προβάλει την πρώτη στην Ελλάδα ομιλούσα ταινία «Ο τρελός τραγουδιστής» με τον Αλ Τζόλσον, παραγωγής 1928. Πρόκειται για τη δεύτερη ομιλούσα ταινία του αμερικάνου ηθοποιού του οποίου η πρώτη, «Ο τραγουδιστής της τζάζ», του 1927, θεωρείται σαν η πρώτη ομιλούσα ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου. Τεράστια επιτυχία σημείωσε η ταινία και στη Θεσσαλονίκη όπου προβαλλόταν για δύο μήνες στο «Παλάς» και το «Διονύσια» και στη συνέχεια σε όλους τους κινηματογράφους της πόλης.

Υπάρχει δυσκολία προσαρμογής στη νέα τεχνολογία και αυτό προκαλεί κρίση με την οποια ασχολούνται τα κινηματογραφικά περιοδικά

Ο Κινηματογραφικος Αστήρ στις 23 Φεβρουαρίου 1930 σημειώνει ”Ο ερχομός του ομιλούντος συνοδεύτηκε με μια μεγάλη μείωση των εισπράξεων και έφερε σε απελπισία πολλούς κινηματογραφιστές. Η κρίση είναι πιο έντονη στη Θεσσαλονίκη και κάποιες επαρχιακές πόλεις.”

Στις 6 Απριλίου γράφει: «Η κρίση την οποίαν διέρχονται οι ομιλούντες κινηματογράφοι της πόλεώς μας είναι αφάνταστος παρατηρουμένη δια πρώτην φοράν εις την πόλιν μας».

Στις 27 Απριλίου επανέρχεται:

«Δυστυχώς αι προβλέψεις μου δια την τύχην του ομιλούντος κινηματογράφου εις την πόλιν μας επαληθεύουν. Ίσως τούτο να οφείλεται εις την έλλειψιν εκ των μηχανημάτων προβολής του ειδικού μηχανισμού δια την προβολήν ταινιών ομιλουσών κατά το σύστημα Μούβιτον, το οποίον είναι και το τελειότερον και εξ΄αφορμής του οποίου δεν δύναται να προβληθούν εν Θεσσαλονίκη τόσαι ωραίαι ταινίαι, δεδομένου ότι και αι πλείσται των προβληθεισών ως ομιλουσών είχαν προβληθή προηγουμένως ως βωβαί. Ήδη τα Διονύσια προβάλλουν βωβάς ταινίας, προσληφθείσης της ορχήστρας εκ νέου».

Ο ανταποκριτής του περιοδικού Παρλάν στη Θεσσαλονίκη προσπαθεί να εντοπίσει του λόγους της οικονομικής κρίσης. Το κόστος ενοικίασης των ταινιών είναι μεγαλύτερο και το κόστος διαφήμισης λόγω του ανταγωνισμού. Πάντως ο συντάκτης του άρθρου ελπίζει σε μια «καλλιτέραν επαύριον δια τας αίθουσας» επειδή βλέπει ότι ο ομιλών αποκτά καθημερινώς νέους οπαδούς. Και δεν έπεσε έξω.

Ταξική πάλη

Στη Θεσσαλονίκη οι κινηματογράφοι, περισσότερο από αλλού, αποτέλεσαν πεδίο ταξικών συγκρούσεων καθώς χρησιμοποιούνταν συστηματικά για τις εργατικές συγκεντρώσεις. Ειδικά οι κινηματογράφοι ΟΛΥΜΠΙΑ, ΣΠΛΕΝΤΙΤ, ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ και ΑΤΤΙΚΟΝ.

Απ όλους ξεχωρίζει το ΑΤΤΙΚΟΝ στην περιοχή του Βαρδάρη, ένας κλασσικός λαϊκός κινηματογράφος. Και τι δεν είδε η οθόνη του καθώς ήταν σχεδόν μόνιμος χώρος συγκεντρώσεων και αφετηρία διαδηλώσεων κυρίως των καπνεργατών (εκεί δίπλα ήταν τα καπνεργοστάσια), του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης αλλά και του ΚΚΕ και άλλων αριστερών οργανώσεων.

Εδώ έκανε συγκέντρωση η ΟΚΝΕ το 1927 για την καταδίκη σε θάνατο των Σάκκο και Βαντσέτι κι εδώ ήρθε να μιλήσει το 1926 ο γραμματέας της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας ( Άμστερνταμ) σοσιαλιστής Γιόχαν Σάσενμπαχ αλλά η ομιλία του δεν κύλησε και τόσο ομαλά καθώς «Τον αποδοκίμασαν 2.000 εργάτες, ψάλλοντας τη Διεθνή και ανταλλάσσοντας γρονθοκοπήματα», γράφει ο Α. Δάγκας.

Αλλά και οι απλές προβολές στο ΑΤΤΙΚΟΝ δεν ήταν απαλλαγμένες από τα ταξικά πάθη. Οι θεατές του «Βαρκάρη του Βόλγα» συγκινημένοι από το δράμα των ρώσων μουζίκων επεχείρησαν μετά την προβολή να συγροτήσουν διαδήλωση προς το κέντρο της πόλη

Στο «Σπλένττ», μετά από μια ταραχώδη συγκέντρωση «αρκετοί κομμουνισταί απεπειράθησαν να διοργανώσουν διαδήλωσιν αλλά διελύθησαν υπό της Αστυνομίας. Είς εξ αυτών έκοψε με τα δόντια του το αυτί ενός χωροφύλακος.

Στο ΟΛΥΜΠΙΑ σε μια συγκέντρωση άνεργων καπνεργατών ήρκεσε μόνο το άκουσμα του ύμνου της Διεθνούς για να επέμβει η αστυνομία και να τους διαλύσει «βιαίως δι’ υποκοπάνων».

Ο ιδιοκτήτης του «Ολύμπια» συλλαμβάνεται από ασφαλίτη στις 24 Μαρτίου 1928 γιατί κουβαλά κομμουνιστικές προκηρύξεις. Στο τμήμα διαπιστώνεται ότι πρόκειται για προγράμματα του αντιπολεμικού έργου «Πόσο εστοίχισε η νίκη».

Οι φασίστες από τη μεριά τους, με έντονη δράση την περίοδο του μεσοπολέμου χρησιμοποιούν κι αυτοί τους κινηματογράφους της πόλης για τις συγκεντρώσεις τους. Μόνο που προτιμούν τους πιο αριστοκρατικούς, «Παλλάς» και «Πατέ»

Το 1936, τη χρονιά που γίνεται η εξέγερση στη Θεσσαλονίκη και εγκαθιδρύεται η Διχτατορία της 4ης Αυγούστου, οι Κινηματογράφοι της πόλης, όπως καταγράφονται από τον Κινηματογραφικό Αστέρα (σε παρένθεση τα ονόματα των ιδιοκτητών), είναι:

Αχίλλειον (Ι. Σαμαράς), Αλκαζάρ (Μπ. Σεγούρα και Σια), Απόλλων (Μπενβενίστε), Αττικόν (Μπ. Σεγούρα και Σια), Διονύσια (Γ. Δαρβερης), Ηλύσια (Θ. Χατζηνάκος), Κυβέλεια ( Λ. Σεγούρα), Νέον Εθνικόν (Γ. Θεοφιλάκος), Ολύμπια (Ι. Ναχμίας), Πάλας(Χρ. Μουτσόπουλος), Πάνθεον (Π. Τζιρίτης), Πατέ (Π. Τζιρίτης), Φοίνιξ (Κ. Χατζημήτης).

Πόλεμος Κατοχή

Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Μία από τις πρώτες διαταγές που εκδίδουν είναι να ανοίξουν οι κινηματογράφοι για να φανεί ότι και υπό ξενική κατοχή η κοινωνική ζωή συνεχίζεται ομαλά!!!

Για την εξυπηρέτηση των στρατιωτών τους, επιτάσσονται καφενεία και κινηματογράφοι. Επιλέγονται φυσικά οι πιο κεντρικοί και οι καλύτεροι. Έτσι στη Θεσσαλονίκη, τα «Διονύσια» μετατρέπονται σε Soldaten Kino, το «Πατέ» σε Germania Kino και το «Παλλάς» σε Frontbuhne.

PATE020

Κάποιοι κινηματογράφοι παραχωρήθηκαν στον ιταλικό στρατό. Ένας από αυτούς τα «Ηλύσια». Εδώ η είσοδος επιτρέπεται και σε έλληνες, αρκεί να μην κάθονται στην πλατεία. Στον εξώστη, και στην προστασία που προσφέρει το σκοτάδι, γίνονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα. Οι ιταλοί στρατιώτες συναδελφώνονται με τους έλληνες, μιλούν ενάντια στον πόλεμο και το φασισμό και κάνουν ανταλλαγή και αγοραπωλησία αγαθών!

Στο «Αττικόν» που λειτουργεί σαν θέατρο αναπτύσσεται μια μοναδική στο ελλαδικό χώρο κινηματογραφική δραστηριότητα. Το 1942 ο δεκαπεντάχρονος τότε Νίκος Μπιλιλής συνεταιρίζεται με τον Ιζάκ Σεγούρα και στήνουν μια επιχείρηση κατασκευής παιδικών κινηματογραφικών μηχανών. Ήταν πιστή αντιγραφή κάποιου εισαγόμενου μοντέλου. Στόχος του Σεγούρα ήταν να διαθέσει, μαζί με τις μηχανές και τα φιλμ από ένα μεγάλο στοκ παλιών ταινιών που είχε αποκτήσει.

83_biblilis_etiketa

Η μηχανούλα με το εμπορικό όνομα «Φάρος» κατασκευάζεται στην ανενεργή πλέον καμπίνα προβολής του «Αττικόν» και πωλείται σε ένα πάγκο στο πεζοδρόμιό του. Εθεωρείτο, και ήταν άλλωστε, παιχνίδι γι αυτό οι γερμανικές αρχές κατοχής δεν δίστασαν αν εκδόσουν και σχετική άδεια. Κι αυτό κράτησε μέχρι τη στιγμή που άρχισε ο διωγμός των Εβραίων κι ο Σεγούρα χάθηκε μαζί με τις δεκάδες χιλιάδες των Θεσσαλονικιών Εβραίων…

Τον Ιούνιο του 1949 έρχεται στην Ελλάδα ο γάλλος ποιητής Πολ Ελιάρ για να εκφράσει την υποστήριξή τον μαχόμενο ακόμα Δημοκρατικό Στρατό. Πριν φύγει για το Γράμμο εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη. Η παρουσίαση του Ελιάρ είχε οριστεί να γίνει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αλλά η αστυνομία την απαγόρευσε. Έτσι η εκδήλωση έγινε στον θερινό κινηματογράφο «Αχίλλειον».

Νέα εποχή

ΡΕΧ

Η τελευταία αναλαμπή των μεγάλων κινηματογράφων της πόλης, στο κλείσιμο του πρώτου μισού του 20 αιώνα, είναι η δημιουργία του Ολύμπιον στην πλατεία Αριστοτέλους (1947-1950). Πρόκειται για ένα μέγαρο που, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό θα περιλάμβανε μία υπόγεια αίθουσα όπου θα λειτουργούσε κινηματογράφος επικαίρων, ισόγειο και τέσσερις ορόφους διαμερισμάτων με δύο κινηματοθέατρα. Η μικρότερη αίθουσα ήταν θερινή και στεγάστηκε με κινητή οροφή. Είναι έργο του αρχιτέκτονα Ζάκ Μωσσέ ο οποίος είχε φτιάξει λίγο πριν και τον κινηματογράφο «Σταρ» στην Αθήνα.

Ευτυχώς αυτός ο κινηματογράφος σώθηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Για τους υπόλοιπους ασχολείται μόνο η ιστορία – όταν το κάνει κι αυτή.

Το 1964 στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν 54 αίθουσες που το 1970 φτάνουν τις 98.

Μακριά από τον ανταγωνισμό των επιχειρηματιών, ο κόσμος στις γειτονιές απολαμβάνει τη δημιουργία ολοένα περισσότερων κινηματογράφων γιατί απλούστατα του δίνεται μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογής ταινιών χωρίς να απομακρύνεται πολύ από το σπίτι του. Κι επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα και στο μωρό και στη γιαγιά με το μπαστούνι να δει σινεμά κι ας μην ξέρει να διαβάσει τους υπότιτλους. Είναι ο θρίαμβος του σινεμά Β΄προβολής.

Έτσι τα θυμάται ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης:

Τα συνοικιακά σινεμά του ΄60 και του 70 ήταν στην πραγματικότητα Γραφεία Ταξιδίων. Με εισιτήριο ελάχιστες δραχμές οργώναμε τις Πέντε Ηπείρους, ανεβοκατεβαίναμε τις κλίμακες των αιώνων, ήμασταν πανταχού παρόντες, έχοντας εξασφαλισμένη θέση συνοδηγού στο πούλμαν που πήγαινε στα Μεγάλα Όνειρα.

Αλλά πάντα δεν ήταν έτσι; Ακόμα και τώρα , με τα VILLAGE CENTER. Το σινεμά ήταν και είναι πάντα το ίδιο, απλώς οι πραγματικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές κι εξαιτίας τους έπαιρνε μυθική διάσταση η τελετή της προβολής και γινόταν αποπλανητικά απολαυστικό ακόμα και το πιο ασήμαντο εργάκι.

Η φτώχεια θέλει καλοπέραση και το φοιτηταριό κουλτούρα. Από τους ντουμανιασμένους εξώστες των Β΄προβολής κι από τις κατηφορικές πλατείες βλέπαμε με μαγεμένο μάτι τη σκόνη της αίθουσας να αιωρείται στη φωτεινή δέσμη, ο στριγκός βόγκος της μηχανής προβολής δεν μας ενοχλούσε και χωρίς dolby surround η μαγεία ήταν δεκαπλάσια.

Η φτώχεια ποτέ δεν έκανε κακό στο σινεμά. Απεναντίας. Η στέρηση πολλαπλασιάζει τον πόθο. Οι λάσπες της συνοικίας, το στριμωξίδι, το αναπόφευκτο κολλητήρι, το μελό, οι βρεμένες γιγαντοαφίσες στην είσοδο, το ταληράκι ή, λίγο αργότερα, το εικοσάδραχμο, η βαριά ανθρωπίλα της αίθουσας, οι παρέες με τα πέτσινα που χασκογελούσαν συνέχεια, οι γριές που μετέφραζαν, ή που διάβαζαν φωναχτά η μια στην άλλη, δεν επηρέαζαν αρνητικά την μαγγανεία του Μεγάλου ταξιδιού. Ποσώς.

Η αφραγκία μυθοποιούσε το εισιτήριο και οι δυσκολίες ήταν το καλύτερο αιρκοντίσιον.

Τα ξύπνια φτωχόπαιδα με τη λευκή ποδιά και το καλάθι γεμάτο με ροξ και μπαγιάτικα σάντουιτς που χαμηλόφωνα, πυρετικά, ξεπουλούσαν στους διαδρόμους ακόμα και την ώρα της προβολής, οι πρωινοί που δεν έλεγαν να φύγουν, ο ψηλέας μπροστά με το ποντιακό κεφάλι, ο διπλανός που όχι σπάνια άπλωνε χέρι, ο απαίσιος φωτισμός της αίθουσας και φθαρμένη κόπια, τίποτε, μα τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει την απόφαση της απόλαυσης. Δεν ήταν ότι βλέπαμε τόσο πολύ τι γινόταν στην οθόνη, ήταν ότι ταυτόχρονα ονειρευόμασταν το Μέγα Ακατόρθωτο, οπότε δεν μας άγγιζε τίποτα. Ήμασταν διαφανείς κι ανέγγιχτοι. Μη μου άπτου.

Εντελώς διαφορετική αίσθηση των λαϊκών κινηματογράφων από τον Γιώργο Ιωάννου:

Τα συνοικιακά είναι χειρότερα από τα πρώτης προβολής. Εκεί ο κόσμος πηγαίνει παρέες παρέες ή οικογενειακώς. Είναι γεμάτα παιδιά, χοντρές γυναίκες, που ο άντρας τους μπεκρολογάει στην ταβέρνα, και εξοργιστικές γριές. Όταν ανάβουν τα φώτα η κατάσταση είναι απελπιστική. Τα καθεαυτού λαϊκά σινεμά βρίσκονται στους μεγάλους εμπορικούς δρόμους, κοντά στις αγορές και στα πρακτορεία αυτοκινήτων. Κατά κανόνα σ΄ αυτά δε συχνάζουν γυναίκες, κι όμως είναι γεμάτα άντρες απ΄ το πρωί. Τις καθημερινές έχουν πολύ κόσμο, ιδίως όταν παίρνει να βραδιάζει. Τότε καταφθάνουν οι χτίστες, οι σιδεράδες, οι σωφέρηδες, οι μικροϋπάλληλοι, οι φαντάροι. Τον μορφωμένο τον μυρίζονται αμέσως. Αυτό πολύ με ενοχλεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(σημ. αυτή η βιβλιογραφία συντάχθηκε το 2001)

Α) Βιβλία

  • Οι κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης, του Κώστα Τομανά, Θεσσαλονίκη 1993.

Αναφορά στους κινηματογράφους της πόλης και τις ταινίες που έπαιζαν την περίοδο 1897-1944.

  • Φιλμογραφία της Θεσσαλονίκης, του Μάκη Σερέφα, εκδόσεις Εντευκτηρίου 1992.

Οι ταινίες, ελληνικές και ξένες, που γυρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη.

  • Κινηματογραφημένη Θεσσαλονίκη, επιμέλεια Περικλή Δεληολάνη, έκδοση της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997.

Περιλαμβάνει κείμενα των Περικλή Δεληολάνη, Μάκη Σερέφα, Βασίλη Κεχαγιά, Γιώργου Τούλα και πλήρη φιλμογραφία μικρού και μεγάλου μήκους ταινιών.

  • «ΦΟΙΝΙΞ ΑΓΗΡΩΣ»- Η Θεσσαλονίκη του 1925-35, του Αιμίλιου Δημητριάδη, Παρατηρητής 1994.

Δεκατέσσερις σελίδες για τον κινηματογράφο της περιόδου 1927-1935. Εκτεταμένη αναφορά στην ταινία για τον «Καπετάν Γιαγκούλα» που γύρισε το 1928 ο Κομινάκης.

  • Παλιά Θεσσαλονίκη και ιστορική διαδρομή της ΔΕΘ, της Νίνα Κοκαλίδου-Ναχμία, Παρατηρητής 1996.

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο αναφορά στον κινηματογράφο της πόλης την εποχή του βωβού αλλά και στον ερχομό του ομιλούντος.

  • Σινεμά ο Παράδεισος – Οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης που άφησαν εποχή, τουΓιώργου Αναστασιάδη, Ιανός 2000.

Μια διαδρομή στους χειμερινούς και θερινούς κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης μέσα από βιώματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα, φωτογραφίες και διαφημίσεις.

  • Το Σινε Πανόραμα, της Ελένη Γερασιμίδου, Περίπλους.

Αφηγήσεις των παιδικών χρόνων της γνωστής ηθοποιού από τον τότε προσφυγικό οικισμό Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Περιλαμβάνει μικρή αναφορά στον κινηματογράφο Πανόραμα που δεν υπάρχει πια.

  • Στα Παλιά τα Σινεμά – Το χρονικό των κινηματογράφων στην Ελλάδα, του Νίκου Θεοδοσίου, εκδ. ΦΙΝΑΤΕΚ 2000.

Το χρονικό καλύπτει γεωγραφικά όλη την Ελλάδα αλλά περιλαμβάνει πολλές αναφορές στους κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης.

  • Τα λαϊκά σινεμά, διήγημα του Γιώργου Ιωάννου στο βιβλίο «Για ένα φιλότιμο», Κέδρος 1980. Στο βιβλίο «Το δικό μας αίμα» περιλαμβάνεται η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα για τον κινηματογράφο «Αχίλλειον».

Β) Αφιερώματα-άρθρα

  • Ένθετο στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 1994, με τίτλο «Σινεμά στο Μεσοπόλεμο».

Περιλαμβάνει κείμενα των Γιώργου Αναστασιάδη, Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Αλέξη Δερμεντζόγλου, μια συνέντευξη με τον Σαμ Προφέτα κ.α.

  • Επιλογές, κυριακάτικο ένθετο περιοδικό της εφημερίδας Μακεδονία, Απρίλιος 1998.

Περιλαμβάνει το άρθρο «Ε, κύριος, φύγε από τη μέση! Γυρίζουμε ταινία!» του Μάκη Σερέφα. Αναφορά στις ταινίες που γυρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη και στις αντιδράσεις των Θεσσαλονικιών.

  • Επτά Ημέρες της Καθημερινής, 6 Νοεμβρίου 1994.

Αφιέρωμα στο Φεστιβάλ με τίτλο «35 χρόνια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης». Επιμέλεια Μαρίας Κατσουνάκη. Περιλαμβάνει κείμενα των Γ. Μπακογιαννόπουλου, Ν. Μπακόλα, Β. Ραφαηλίδη, Ιάκωβου Καμπανέλλη κλπ.

  • Τάμαριξ, «Τα σινεμά της συνοικίας», τεύχος 8, Νοέμβριος 1997, έκδοση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του οργανισμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997»

Περιλαμβάνει κείμενα των Γιώργου Σκαμπαρδώνη (Το β΄ προβολής μεσουρανεί), Βούλας Παλαιολόγου (Οι σινεμάδες-οδοιπορικό στους συνοικιακούς κινηματογράφους που δεν υπάρχουν πια), Γιώργου Τούλα (Ένα σινεμά κάποτε), Σπύρου Λαζαρίδη (Εις μνήμην) κ.α.

Γ. Διαδικτυακές πηγές

Για τον κινηματογράφο ΔΙΟΝΥΣΙΑ στο περιοδικό Παράλλαξη

Αναδημοσίευση από το άρθρο του Νίκου Θεοδοσίου, theodosiou.wordpress.com