Γιάννης Πετρίδης: Με ορμητήριο την οδό Ζήνωνος

Γιάννης Πετρίδης: Με ορμητήριο την οδό Ζήνωνος

Ένα αφιέρωμα του Μάκη Προβατά στην athensvoice >>

Συναντώντας τον Γιάννη Πετρίδη, η σκέψη που έκανα αυθόρμητα ήταν: Έχω μπροστά μου τον άνθρωπο που έχω ακούσει τις εκπομπές του σχεδόν σε κάθε γωνιά της Αθήνας, όπως έχουν κάνει οι περισσότεροι Αθηναίοι, και θυμάμαι πού ήμουν όταν άκουσα για πρώτη φορά από αυτόν το «Pigs (Three differen tones)» των Pink Floyd και το «Sultans of swing» από τους Dire Straits. Και τώρα πρέπει να μου πει αυτός για το ένα σημείο της Αθήνας, που ήταν σημαντικό στη ζωή του.

Είπα τη σκέψη μου και στον ίδιο…

«Χαίρομαι που έχω παίξει ρόλο σε μία συγκεκριμένη γενιά, όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι πια. Η αγάπη που υπήρχε από τα παιδιά εκείνης της εποχής για το ραδιόφωνο, δεν είναι ίδια στα νέα παιδιά. Το ραδιόφωνο είναι ένα ακόμα μέσο που ακούνε ή δεν ακούνε καθόλου. Τώρα έχουν το Spotify, το You Tube. Όσοι πιστεύουμε ότι απευθυνόμαστε στους νέους, δεν ισχύει. Απευθυνόμαστε σε μία γενιά 35 και πάνω».

Εντωμεταξύ, είναι ωραίο που δεν έχω ιδέα για τι θα μας μιλήσετε…

Σκέφτηκα να μιλήσω για την Αθήνα των παιδικών μου χρόνων στη Ζήνωνος. Μέχρι τα εννιά μου χρόνια εκεί μεγάλωσα. Πολύ μικρός δρόμος, γεμάτος σπίτια τότε. Εκεί, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, παίζαμε ποδόσφαιρο. Να σας πω πώς πέρασα τα χρόνια μου πηγαίνοντας στον σταθμό Λαρίσης, όπου περνούσα τις ώρες μου με τα άλλα παιδιά βλέποντας τα τρένα να φεύγουν και σκεφτόμουν πότε θα μεγαλώσω, να μπω κι εγώ σε ένα τρένο, να πάω να δω άλλα μέρη.

Η γειτονιά αυτή ήταν κυριολεκτικά μέσα στο κέντρο της Αθήνας, στην Ομόνοια. Ποιοι ζούσαν τότε εκεί;

Ήταν μεσαία οικονομικά γειτονιά, η οποία όμως δίπλα είχε τους αστούς που έμεναν σε καλά σπίτια της περιοχής. Μην ξεχνάτε ότι εκεί ήταν το Εθνικό Θέατρο και σε όλη εκείνη την περιοχή, στα χρόνια που θα σας μιλήσω, δεκαετία του ’50, έμεναν πολλοί από τους ηθοποιούς, τους δημοσιογράφους και γενικά άνθρωποι του πνεύματος. Από την Ομόνοια μέχρι κάτω το Μεταξουργείο ήταν μία περιοχή ανάμεικτη. Εμείς μέναμε σε ένα σπίτι όπου μοιραζόμασταν τρεις οικογένειες την κουζίνα και την αυλή. Εκείνα τα παλιά αθηναϊκά σπίτια που τα έχουμε δει σε ταινίες.

Όλοι θυμόμαστε διάφορες εξορμήσεις που κάναμε ως παιδιά, και που εκείνη την εποχή μάς φαίνονταν μυθικές. Θυμάστε κάποια τέτοια;

Θυμάμαι να ξεκινάω και να φτάνω σε έναν κύκλο αρκετά μεγάλο για την εποχή ενός, δύο χιλιομέτρων, γύρω από τη Ζήνωνος. Μία από τις συχνές εξορμήσεις μου ήταν στην οδό Χίου, όταν έμαθα ότι ήταν εκεί τα στούντιο της Φίνος Φιλμς. Πήγαινα και με άλλα πιτσιρίκια, να δούμε τους ηθοποιούς που μπαινοέβγαιναν. Ορμητήριο είχα τη Ζήνωνος και, από την άλλη πλευρά, η πλατεία Κουμουνδούρου ήταν η άκρη του κόσμου για μένα. Εκεί υπήρχε κάτι σαν σιντριβάνι, ένα τεράστιο πράγμα με νερό, και θυμάμαι τα καλοκαίρια όλα τα πιτσιρίκια να μπαίνουμε μέσα. Το περνάγαμε για πισίνα που το νερό μάς έφτανε μέχρι το γόνατο. Δεν είχαμε τρόπο να κάνουμε μπάνια αλλιώς.

Παράξενες εικόνες, που όμως ήταν η κανονικότητα στο κέντρο της Αθήνας.

Η Αθήνα ήταν σαν επαρχιακή πόλη, το βράδυ όμως στην περιοχή μας είχε φοβερά θέατρα. Δίπλα στο σχολείο μου στην πλατεία Καραϊσκάκη ήταν το θέατρο «Περοκέ», εκεί είχα δει τον Χατζηχρήστο και την Ντιριντάουα μικρός. Στην οδό Καρόλου, στο θέατρο «Βέμπο», έχω δει φοβερούς ηθοποιούς εκείνης της γενιάς. Ορέστη Μακρή, Γιάννη Γκιωνάκη. Αλλά εκείνο που μου έχει μείνει περισσότερο στη μνήμη μου είναι στο θέατρο «Σαμαρτζή», που βλέπαμε κάθε καινούριο έργο του Φωτόπουλου και του Ηλιόπουλου. Ήταν οι αγαπημένοι ηθοποιοί του πατέρα μου. Με θυμάμαι στον εξώστη να βλέπω αυτούς τους δύο. Και κινηματογράφο. Εκεί στη γειτονιά είδα τις πρώτες μου ταινίες σε θερινό σινεμά. Ο πατέρας μου ήταν τρομερά κινηματογραφόφιλος, με πήγαινε συνέχεια σε κινηματογράφο. Πηγαίναμε μία με δύο ώρες, πριν ξεκινήσει η προβολή. Αυτό ήταν ένας τρόπος ζωής που είχαμε.

Είναι ακόμα πιο σπουδαίο ότι όλα αυτά εκείνη την εποχή σάς τα πρόσφερε ο πατέρας σας, που ήταν απλά κουρέας.

Είχε κουρείο στη Ζωοδόχου Πηγής. Όταν άρχισα να μεγαλώνω, περίπου οκτώ-εννιά ετών, πήγαινα στο κουρείο με τα πόδια, και μετά με πήγαινε σε κάποια από τις ταβέρνες των Εξαρχείων. Ο πατέρας μου είχε αρκετούς πελάτες, που ήταν σπουδαίοι ηθοποιοί. Θυμάμαι έναν από αυτούς που ήταν φίλοι και μιλούσαν, τον Μάνο Κατράκη. Τότε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι σήμαινε Μάνος Κατράκης. Μετά, όμως, όταν μεγάλωσα και τον είδα στο θέατρο, συνειδητοποίησα ότι είχα γνωρίσει αυτό τον σημαντικό άνθρωπο.

Όλοι όσοι γίνατε σημαντικοί στον τομέα σας, έχετε αυτό τον κοινό καμβά με παιδικές αναμνήσεις: κινηματογράφο, θέατρο, βιβλία. Τελικά η χρήση της παιδικής ηλικίας είναι αυτό που

μας κάνει αργότερα στη ζωή μας ό,τι είμαστε.
Κι εγώ αυτό νομίζω, παίζει καθοριστικό ρόλο. Φανταστείτε μία εποχή που δεν υπήρχαν οι δραστηριότητες που έχουν τώρα τα παιδιά, να τρέχουν σε διάφορα μαθήματα, να μαθαίνουν πιάνο, γλώσσες και χορούς. Μπορεί στο Κολωνάκι να τα είχαν, εμείς σε εκείνη την πλευρά της Αθήνας, όχι.

Κοιτώντας πίσω στην παιδική σας ζωή, αντιληφθήκατε ότι τότε συνέβη κάτι που τελικά ήταν σημάδι για την πορεία σας;

Ο πατέρας μου με είχε πάει και είδα τον «Μάγο του Οζ». Ήταν σε μια επανέκδοση, η ταινία είναι του ’39. Απλά μαγεύτηκα χωρίς να ξέρω το γιατί. Αργότερα κατάλαβα πόσο ρόλο έχει παίξει αυτή η ταινία στους ξένους μουσικούς της γενιάς μου. Βρίσκεις δεκάδες αναφορές σε τραγούδια και καλλιτέχνες. Ο Elton John έκανε το «Goodbye Yellow Brick Road», που είναι ο δρόμος που ακολούθησε η Ντόροθι για να πάει στον Μάγο. Οι Toto ονομάστηκαν έτσι από το σκυλάκι της Ντόροθι. Οι America έχουν κάνει το «Tin man», που είναι ο φίλος της Ντόροθι στον δρόμο για τον Μάγο. Ακόμα και οι Pink Floyd λένε ότι σε ένα από τα άλμπουμ τους κρύβεται η μουσική του «Μάγου του Οζ».

Αυτή η ζωή σάς εφοδίασε πολύ καλά γι’ αυτό που κάνατε αργότερα.

Απόλυτα. Με εφοδίασε και ακόμα είμαι στην ίδια διάθεση. Συνδέω το παρελθόν μου, σε όλα τα επίπεδα, και όλα αυτά που έχω μάθει, για να φτιάξω ιστορίες για το σήμερα.

Υπάρχει κάποιος φίλος από την εποχή της Ζήνωνος, που για κάποιο λόγο να τον θυμάστε ακόμα;

Ναι, και πολύ μάλιστα. Υπήρχε εκείνη την εποχή ένα παιδάκι από διπλανή γειτονιά, που είχε και έναν αδελφό, μεγαλοαστός, ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Εγώ ήμουν το παιδί ενός κουρέα. Όμως είχαμε κολλήσει πολύ και πολύ συχνά πηγαίναμε στην πίσω μεριά της αυλής και συζητούσαμε διάφορα. Όταν έφυγα από την περιοχή, χαθήκαμε και ξεχαστήκαμε. Πολλά χρόνια αργότερα γνώρισα τους Πελόμα Μποκιού. Μετά από πέντε, έξι συναντήσεις και συζητήσεις με τον Βλάσση Μπονάτσο, ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι τα δύο παιδάκια που συζητούσαμε, τα δύο αδελφάκια από τη διπλανή γειτονιά, ήταν ο Βλάσσης και ο αδερφός του…! Ως παιδιά, πηγαίναμε στην πλατεία Αγ. Κωνσταντίνου και παίζαμε. Τι κρίμα που έφυγε έτσι νωρίς. Μέσα από αυτόν γνώρισα και τη Βουγιουκλάκη, τη νούμερο ένα σταρ της Ελλάδας, και κάναμε κάποιες συνεντεύξεις στο Δεύτερο Πρόγραμμα, διαφορετικές, γιατί την πήγα στη μουσική που αγαπούσε. Είχε παίξει ρόλο και ο Βλάσσης, και μου είπε αρκετά πράγματα ροκ γι’ αυτήν. Όταν αργότερα έγινα διευθυντής στη Virgin, έβγαλα έναν από τους καλύτερους προσωπικούς δίσκους του Βλάσση, με τραγούδια του Γιώργου Ρωμανού.

Η Ζήνωνος ήταν το ορμητήριό σας. Μουσικά τι υπήρξε το αντίστοιχο από τον οποίο εξορμήσατε στη μουσική;

Νομίζω ότι είναι το «Nature Boy» με τον Bobby Darin. Όμως παρότι τον θεωρώ πολύ σημαντικό, μετά αγάπησα περισσότερο την πρώτη εκτέλεση, που είναι του ’47, με τον Nat King Cole.

Νομίζω ότι με τον Nat King Cole είναι αριστούργημα.

Χαίρομαι πολύ που το λες. Πάρε με τώρα στο κινητό να ακούσεις κάτι.

Τον κάλεσα και άκουσα την κλήση μου να καλεί με ήχο τον Nat King Cole να τραγουδάει το «Nature Boy»…

Πηγή: athensvoice.gr