Μπορώ τώρα να αναλάβω τις ευθύνες μου, μαμά;

Μπορώ τώρα να αναλάβω τις ευθύνες μου, μαμά;

 

To να αναλάβω την ευθύνη των πράξεών μου και κατά συνέπεια της ζωής μου, είναι το βασικό βήμα της ενηλικίωσης. Χωρίς αυτό, όσες ικανότητες κι αν διαθέτω, θα παραμείνω ένα μικρό παιδί, που θα παραπονιέται εις αεί για όσα του συμβαίνουν.

 

Επίσης, το να προσπαθώ να φορτώσω τις ευθύνες μου σε κάποιον άλλο, καθώς και το αντίθετό του (το να προσπαθώ δηλαδή να αναλάβω τις ευθύνες του άλλου), αποτελεί την εκκίνηση για κάποια πολύ δυσάρεστα «παιγνίδια». Είναι λοιπόν χρήσιμο πιστεύω να εξερευνήσουμε προσεκτικά το λεπτό αυτό ζήτημα.

 

Ο Fritz Perls, ο μεγάλος αυτός ψυχοθεραπευτής και εισηγητής της θεραπείας Gestalt, συνήθιζε να ξεκινά τους ψυχαναλυτικούς του μαραθωνίους λέγοντας:

«Το αν θα θελήσετε να τρελαθείτε, να αυτοκτονήσετε, να βελτιωθείτε, να ερεθιστείτε, ή να έχετε μια εμπειρία που θα αλλάξει τη ζωή σας, είναι μια δική σας απόφαση! Εγώ θα κάνω το δικό μου κομμάτι και σεις θα πρέπει να κάνετε το δικό σας. Όποιος δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό, καλύτερα να μην παραβρεθεί σ’ αυτόν το μαραθώνιο…»

 

Παρ’ όλο που πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να αναλάβουν τις ευθύνες των άλλων, αυτό είναι στην πραγματικότητα αδύνατον. Μπορώ να είμαι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό μου και γι’ αυτά που κάνω. Ακόμη κι όταν αναλαμβάνω την ευθύνη ενός μικρού παιδιού, μπορώ μόνο να είμαι υπεύθυνος για το τί κάνω εγώ κι όχι για το τί κάνει το παιδί. Συνήθως η ανάληψη των ευθυνών κάποιου άλλου, είναι στην πραγματικότητα μια λεπτή μεταμφίεση για ισχυρές απαιτήσεις από αυτόν. Είναι μια επένδηση που θα πρέπει να ξεπληρωθεί με αντίστοιχο ενδιαφέρον: «Μετά απ’ όλα αυτά που έκανα για σένα, σίγουρα δεν είναι υπερβολικό να ζητήσω να…»

 

Αυτή η προσπάθεια βέβαια, της ανάληψης ξένων ευθυνών, βρίσκει συχνά πρόσφορο έδαφος γιατί «κλειδώνει» με την επιθυμία της άλλης πλευράς να παρακάμψει τις ευθύνες της: «Αχ, ας με βοηθήσει κάποιος! Δεν μπορώ να αποφασίσω…»

 

Ο τρόπος για να βοηθήσεις πραγματικά κάποιον, δεν είναι να τον βοηθάς να κάνει οτιδήποτε, αλλά να τον βοηθήσεις να γίνει πιο συνειδητός σε ότι βιώνει – στα συναισθήματά του, στις πράξεις του, στις φαντασιώσεις του – και να επιμένει να εξερευνά τις εμπειρίες του σε βάθος και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές ανεξάρτητα από το είδος της βιωθήσης εμπειρίας. Συχνά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποδείξουμε πώς κάποιος αποφεύγει τις εμπειρίες του και δικαιολογεί αυτή την αποφυγή του.

 

Αν κάποιος είναι λυπημένος για παράδειγμα, θα πρέπει πρώτα να εξερευνήσει αυτή τη λύπη και να την βιώσει με μεγάλη ένταση. Ύστερα θα είναι σε θέση να την αφομιώσει, να την κατανοήσει πλήρως και να αναπτυχθεί. Αν κάποιος είναι θυμωμένος, πρέπει να νιώσει αληθινά και να εκφράσει αυτό το θυμό, πρωτού μπορέσει να τον αποδεχτεί μέσα στη ζωή του. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Όπως λέει κι ένα παλιό «μότο»: Η μόνη διέξοδος είναι δια μέσου. (The only way out is through)!

 

Όπως καταλαβαίνουμε ωστόσο, συχνά κάτι τέτοιο είναι δυσάρεστο για τους ανθρώπους. Έτσι η εύκολη λύση είναι να υιοθετήσω τη στάση ενός μικρού παιδιού και να φορτώσω την ευθύνη των αποφάσεών μου σε κάποιον άλλο (στο σύντροφό μου, στο φίλο μου, στον αδελφό μου, κλπ). Αν και ο άλλος αποδεχτεί αυτό το ρόλο, ξεκινάμε να «παίζουμε» το δούλο και τον αφέντη (ή το γονιό και το παιδί αν προτιμάτε)… Ένα παιγνίδι που πάντα καταλήγει σε καταστροφικά αποτελέσματα για τη σχέση.

 

Ας το αναλύσουμε λίγο περισσότερο. Αυτός που εκχωρεί τα δικαιώματά του στις αποφάσεις στον άλλο, νιώθει σιγουριά και προστασία. Ό,τι και να γίνει δεν θα φταίει αυτός! Ο άλλος ανέλαβε την ευθύνη. Ο υπηρέτης (ή το παιδί) δεν κινδυνεύει να κάνει λάθος. Ο αφέντης (ή ο γονιός) θα επιβαρυνθεί από το τυχόν σφάλμα. Στη θέση του παιδιού λοιπόν υπάρχει ασφάλεια, ακόμη και ανεμελιά. Ποιος δεν θα το επιθυμούσε αυτό; Γι’ αυτό άλλωστε στην ψυχοθεραπεία ξέρουμε ότι συχνά στα ζευγάρια γίνεται πόλεμος για το ποιός θα κερδίσει τελικά να είναι το παιδί.

 

Όμως το νόμισμα έχει, όπως πάντα, δύο όψεις. Ο αφέντης φορτώνεται μεν το βάρος των αποφάσεων, αλλά αυτό του δίνει ταυτόχρονα και την ισχύ να διατάζει. Ο γονέας αποφασίζει που θα πάει η οικογένεια διακοπές κι όχι το παιδί. Ο γονέας αποφασίζει σε ποια περιοχή θα φτιάξουν το καινούριο σπίτι κι όχι το παιδί.

 

Τι γίνεται όμως τότε με αυτόν που εκχώρησε τα δικαιώματά του; Αρχίζει να δυσανασχετεί. Γιατί όταν ήμασταν στ’ αλήθεια παιδιά, μπορούσαμε να δεχτούμε τις αποφάσεις των γονιών. Ο ενήλικας όμως – που απλά παλινδρομεί – ενώ είναι ήσυχος όσο καρπώνεται τα οφέλη της παιδικότητάς του, αρχίζει να θυμώνει όταν διαπιστώνει ότι δεν έχει λόγο σε κρίσιμα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν.

 

Και στο σημείο αυτό αρχίζει η σύγκρουση. Τα πράγματα περιπλέκονται. Ο αφέντης δεν διαπραγματεύεται την ισχύ του. Δικαιωματικά του ανήκει λόγω θέσης. Ο δούλος όμως επαναστατεί. Απαιτεί ισότητα και τη διεκδικεί, αν και με παιδικό τρόπο. Φαντάζομαι καταλαβαίνετε τη συνέχεια…

 

Οι καταστάσεις αυτές, μπορεί να συνεχιστούν επί μακρόν. Τα παιγνίδια που παίζουν οι άνθρωποι, όταν παγιωθούν, αλλάζουν πολύ δύσκολα. Χρειάζεται επίπονη και κοπιώδης εσωτερική εργασία. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση. Είναι εύκολο να ολισθήσουμε σιγά – σιγά και να μπούμε σε έναν από τους δύο ρόλους που αναλύσαμε παραπάνω. Ανάλογα δε με τη χαρακτηροδομή του καθενός, γίνονται εξίσου δελεαστικές και η ανεμελιά του παιδιού και η δύναμη του γονέα.

 

Ας πάρουμε λοιπόν την ευθύνη των συναισθημάτων μας. Ας παραδεχτούμε επιτέλους ότι: «ναι! είμαι έξαλλος μαζί σου», ή ότι: «είμαι ακόμη ερωτευμένος μαζί σου και σε έχω ανάγκη», ή ότι: «δεν έχω διάθεση να σε δω σήμερα», ή οτιδήποτε… Η ποιότητα του βίου μας, που είναι και το ζητούμενο, θα βελτιωθεί αφάνταστα. Αρκεί να το τολμήσουμε.

 

Νίκος Σπανός, ψυχοθεραπευτής και σύμβουλος προσωπικής ανάπτυξης

via