Μια θεραπευτική προσέγγιση του γάμου και της σεξουαλικότητας

Μια θεραπευτική προσέγγιση του γάμου και της σεξουαλικότητας

Η ψυχική και σωματική συναλλαγή και αλληλεπίδραση μεταξύ μητέρας και παιδιού επηρεάζει όλες τις σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενήλικης σεξουαλικής σχέσης.

Η ενήλικη σεξουαλική σχέση είναι εκείνη που προσφέρει την ενότητα ποικίλλων φυσικών και ψυχολογικών παραγόντων μιας εγγύτητας, όπως έχει βιωθεί μέσα από τη σχέση μητέρας-παιδιού. Πρόκειται για μια αρχαϊκή κληρονομιά που ενισχύεται από σωματική ικανοποίηση και δικαιολογεί το μέγεθος της έντασής της.

Στην εφηβεία, η σεξουαλικότητα, όσο ευχάριστη κι αν είναι, αποτελεί περίοδο προετοιμασίας για μια ενήλικη σχέση. Η εφηβεία πρέπει να είναι μια περίοδος πρακτικής, ένας σταθμός προς το δρόμο μακροπρόθεσμων ενήλικων σχέσεων, μια πειραματική φάση χωρίς τα πολλά εμπόδια μιας δεσμευτικής σχέσης.Η σεξουαλική επαφή όσο κι αν δε θεωρείται ως ο βασικότερος παράγοντας μιας συζυγικής σχέσης, επιδρά σημαντικά στο συναισθηματικό δεσμό. Όταν πηγαίνει καλά, συναντώνται και ανανεώνονται οι πτυχές αγάπης και φροντίδας των εσωτερικευμένων αντικειμενότροπων σχέσεων των συζύγων. Σε αντίθετη περίπτωση αυξάνουν οι τάσεις διάσπασης και απώθησης, αφενός των ανεκπλήρωτων επιθυμιών προς το διεγερτικό αντικείμενο κι αφετέρου του θυμού και της απογοήτευσης προς το απορριπτικό αντικείμενο (αρχικό αντικείμενο είναι συνήθως η μητέρα, αργότερα είναι ο/η σύντροφος).

Μια ικανοποιητική σεξουαλική σχέση αυξάνει τον έρωτα και την αγάπη και αργότερα ενισχύει τους δεσμούς του γάμου, μειώνει τη φθορά της καθημερινότητας και στηρίζει το ζεύγος όταν βρίσκεται κάτω από πιέσεις. Ενώ μια ματαιωτική ή απειλητική σεξουαλική σχέση επηρεάζει αρνητικά τα αισθήματα εμπιστοσύνης, ασφάλειας, αγάπης και φροντίδας και δε μπορεί να προσφέρει στήριξη στο δεσμό του γάμου. Αναφερόμενοι στις σχέσεις με το αντικείμενο (ή στις αντικειμενότροπες σχέσεις) εννοούμε κυρίως τις προ-γλωσσικές, προ-λογικές διεργασίες που διαδραματίζονται στη βρεφική ηλικία.

Ένα βρέφος πχ δεν εστιάζει την προσοχή του μόνο στο να πάρει το γάλα από τη μητέρα του, αλλά και στο να βιώσει την εμπειρία του ταΐσματος, με την αίσθηση της ζεστασιάς και του συναισθηματικού δεσμού που αποτελεί μέρος αυτής της εμπειρίας. Με ασυνείδητους μηχανισμούς οι εμπειρίες αυτές ενσωματώνονται (ενδοβάλλονται) στην παιδική ηλικία και αργότερα προβάλλονται σε τρίτους, πχ στο/στη σύντροφο.

Το ίδιο ισχύει, βέβαια και για το σύντροφο. Τα αίτια ενός συζυγικού προβλήματος δε θα πρέπει λοιπόν να τα αναζητούμε στον άλλο (αυτός είναι η αφορμή και όχι η αιτία), αλλά στον ίδιο τον εαυτό μας, δηλαδή στις αντικειμενότροπες σχέσεις του παρελθόντος μας. Με την έναρξη του γάμου ή μιας παρόμοιας σχέσης, τα ζητήματα απόρριψης αντικειμένου για κάθε έναν από τους συντρόφους δε μπορούν πλέον να αγνοηθούν. Η τεράστια αμφιθυμία που προκαλεί η συζυγική σχέση με τις έντονες ικανοποιήσεις αλλά και ματαιώσεις της, ενεργοποιεί και επαναλαμβάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό τις συγκρούσεις της αρχαϊκής σχέσης μητέρας – παιδιού.

Μόλις η σχέση μονιμοποιείται, πράγμα που συνήθως συμβαίνει με το γάμο, τότε όλες οι πλευρές της προσωπικότητας κάθε συντρόφου πιέζουν για αναγνώριση και αποδοχή. Δημιουργούμε καινούριες στενές σχέσεις προκειμένου να λύσουμε τις παλιές εσωτερικευμένες συγκρούσεις. Ταυτόχρονα, χωρίς να το καταλαβαίνουμε συνειδητά, ωθούμε τον άλλο, το συζυγικό σύντροφο, να αλλάξει, για να ταιριάξει με το αντίστοιχο εσωτερικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, αν έχω εσωτερικεύσει την εικόνα μιας κακής, ματαιωτικής μητέρας, θα ωθήσω τη γυναίκα μου να φερθεί το ίδιο, ώστε να ταιριάξουν οι ψυχολογικές τους εικόνες. Όταν τις ταιριάξω, τότε αρχίζω τη σύγκρουση μαζί της, για να την κάνω να μου δώσει ό,τι μου στέρησε η μητέρα.

Πρόκειται για τον μηχανισμό της προβολικής ταύτισης που εμπεριέχει και αυτό που ονομάζουμε αυτοεκπληρούμενη προφητεία (« ήξερα εγώ ότι είσαι έτσι»). Από την άλλη πλευρά, ακριβώς για τον λόγο αυτό, η έγγαμη σχέση έχει και αρκετές δυνατότητες θεραπείας των αρχικών μας τραυμάτων. Αν δηλαδή η γυναίκα μου έχει τη δυνατότητα να μου δώσει ό,τι μου στέρησε η μητέρα μου, η εσωτερική σύγκρουση, η οποία είχε ενδεχομένως οδηγήσει σε κατάθλιψη, βελτιώνεται και με αυτό τον τρόπο βελτιώνεται ή εξαφανίζεται και η κατάθλιψη.

Σε περίπτωση που ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι έχουν εύθραυστα διεγερτικά αντικείμενα, τα απορριπτικά αντικείμενα και το εγώ μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον ενθουσιασμό και τη σεξουαλικοποίηση του δεσμού. Γι?αυτό άλλωστε παρατηρούμε συχνά μια χαρακτηριστική μείωση ενδιαφέροντος για τη σεξουαλική πράξη τη στιγμή του γάμου ή της δέσμευσης. Ένας άνδρας ή μια γυναίκα που συνειδητά ή ασυνείδητα απειλείται από το σεξ, επειδή αυτό σχετίζεται με φοβική (απειλητική) αντικειμενότροπη σχέση του παρελθόντος, μπορεί να αντιδράσει με ευχαρίστηση και ενθουσιασμό (διέγερση) όταν ερωτοτροπεί ή συνδέεται με κάποιον, αλλά να χάσει τα συναισθήματα αυτά, μόλις η σχέση εξασφαλιστεί.

Πολλές καταστάσεις κατά την ανάπτυξη του συζυγικού κύκλου ζωής μπορούν να καταπιέσουν το ζευγάρι: η γέννηση του πρώτου ή επόμενου παιδιού, αλλαγές στη σταδιοδρομία ή νέες προκλήσεις των διαφορετικών φάσεων ζωής, όπως είναι η οιδιπόδεια φάση και η εφηβεία των παιδιών, η κρίση της μέσης ηλικίας, το γήρας κ.α.. Όλες αυτές οι αλλαγές ζωής μπορούν να προκαλέσουν εξέλιξη και αναζωογόνηση ενός γάμου ή αντίθετα να τον διαταράξουν. Και ο οποιοσδήποτε απειλητικός παράγοντας μπορεί να επηρεάσει τη σεξουαλική σχέση του ζευγαριού.

Η σεξουαλική επαφή δεν εκφράζει μόνο την αγάπη που εγχέει ενέργεια και ενθουσιασμό στη δημιουργική ένωση, εκδηλώνει επίσης τις δυσκολίες που παράγει ένα απορριπτικό σύστημα αντικειμένων που μοιράζεται το ζευγάρι. Μια αρκετά καλή σεξουαλική ζωή βοηθά το ζευγάρι ανακουφίζοντας και χαλαρώνοντας τις εντάσεις και αναζωογονώντας τη σχέση. Η απουσία του σεξ μπορεί να προκαλέσει φθορά, απογοήτευση και αισθήματα απόρριψης, με αποτέλεσμα να απειλείται η συντήρηση ή η διατήρηση της σχέσης.

Η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι μια δευτερογενής δυσκολία για ένα ζευγάρι του οποίου η σεξουαλική ζωή διαταράσσεται κυρίως λόγω των αιτιών στη γενικότερή του σχέση, αλλά αποτελεί μια πρωτογενή δυσκολία όταν υπάρχει περιστασιακή ανησυχία απόδοσης, έλλειψη γνώσης για σεξ ή φυσική εξασθένιση. Οι ψυχοδυναμικοί θεραπευτές ενδέχεται να αγνοήσουν αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις, θεωρώντας τες ασήμαντες για την παθολογία της σχέσης, ενώ οι θεραπευτές που είναι ειδικοί στις σεξουαλικές διαταραχές αλλά όχι στη ψυχοθεραπεία, μπορεί να υποτιμήσουν τις δευτερογενείς δυσκολίες, δηλαδή τον πρωταρχικό ρόλο που ασκούν οι αντικειμενότροπες σχέσεις στη γένεση πολλών σεξουαλικών προβλημάτων.

Κείμενο: Παντελής Παπαδόπουλος, Ψυχίατρος , ψυχοθεραπευτής – αναλυτής

[Πηγή]