Η αληθινή ιστορία των Monks, σίγουρα είναι πιο παράξενη από ότι ένας σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος θα μπορούσε να φανταστεί...

Η αληθινή ιστορία των Monks, σίγουρα είναι πιο παράξενη από ότι ένας σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος θα μπορούσε να φανταστεί...

One Shot Was All They Got (Part 6)

Όταν ο Eddie Shaw μπασίστας των Monks, πρωτάκουσε ότι η παλιά του μπάντα είχε γίνει διάσημη μεταξύ των θαυμαστών των δυσδιάκριτων cult rock γκρουπ, κάλεσε έναν από τους νέους φαν.
H Wendy Wild τραγουδίστρια του Νεουορκέζικου polka-punk γκρουπ Das Furlines, προσπαθούσε να απορροφήσει τους τόνους των Monks στο ρεπερτόριό της. "Είπε, 'νόμιζα ότι ήσασταν GI's (στρατιώτες) και γίνατε AWOL (Absent Without Official Leave) (αδικαιολογήτως απόντες) και ο Στρατός σας βρήκε να παρουσιάζετε στην τηλεόραση και σας συνέλαβε στο σταθμό της τηλεόρασης στο τέλος του προγράμματος'', θυμάται ο Shaw. "Αυτές είναι μεγάλες ιστορίες. Κατά κάποιο τρόπο εύχομαι να ήταν αληθινές επειδή αυτό θα ήταν κάτι, για το οποίο θα άξιζε να γράψει κανείς. Αυτοί οι μύθοι είναι μάλλον καλύτεροι από την αλήθεια". O Eddie θέλει να προκαλέσει εντυπώσεις λιγάκι εδώ. Το συγκεκριμένο ανέκδοτο μοιάζει να είναι περισσότερο δήθεν παρά γεγονός, αλλά η αληθινή ιστορία των Monks σίγουρα είναι πιο παράξενη από ότι ένας σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος θα μπορούσε να φανταστεί.

Monk Time (1966)

Δείτε αυτό: Πέντε νέοι Αμερικανοί μουσικοί σχηματίζουν μία μπάντα ενώ υπηρετούν στον Αμερικανικό στρατό στην Γερμανία, στις αρχές του '60. Μετά την απόλυσή τους από τον Στρατό, αποφασίζουν να παραμείνουν στην Γερμανία, που εγγυόταν σταθερή δουλειά στο κύκλωμα του rock 'n' roll, που ήκμαζε μετά από τα θρυλικά περάσματα των Beatles από το Αμβούργο. Σαν the Torquays, έκαναν τις rock και R&B διασκευές που θα αναμένονταν από ένα "beat" γκρουπ στα μέσα του '60. Όταν οι the Torquays έγιναν the Monks οι μέρες του "beat" είχαν τελειώσει. H καλή Αμερικανική rock αντικαταστάθηκε με δριμείς, φρενιασμένους μινιμαλιστικούς proto-punk ήχους. Οι στίχοι να τηρούνται απλοί και επαναλαμβανόμενοι τόσο, όσο να κάνουν το μήνυμα ξεκάθαρο, είτε κατσαδιάζοντας την τρέλα του πολέμου στο Βιετνάμ είτε περιγράφοντας βασανισμένες ρομαντικές σχέσεις αγάπης-μίσους ή αναφερόμενοι σε μεθυσμένες γυναίκες. Τίτλοι όπως "Shut Up" και "I Hate You" έτρεχαν αντίστροφα στο πνεύμα κάθε τίτλου που θα μπορούσες να βρεις στα top 40 το 1966. Πρωτόγονη παραμόρφωση της κιθάρας, πολεμούσε μαζί με φρενήρη riff του οργάνου, "χτυπητό" μπάσο και ηλεκτρικό μπάντζο.

Shut Up! (1966)

Για να δείξουν ότι εννοούσαν την δουλειά οι Monks ντύνονταν ως πραγματικοί καλόγεροι με ράσα και σχοινιά, ξυρίζοντας τελείως το πάνω μέρος του τριχωτού της κεφαλής. To πλήθος θα χωριζόταν στη μέση για να περάσουν οι Monks, λες και περνούσαν μέσα από την Ερυθρά θάλασσα, όπως ο Μωυσής. Οι γυναίκες θα προσπαθούσαν να αγγίξουν τα κεφάλια τους, για να διαπιστώσουν ότι αυτό το παράξενο για την εποχή ξύρισμα δεν ήταν κάποιο τρυκ. To κοινό θα απέστρεφε οφθαλμούς ή θα κοίταζε τα παπούτσια τους μη σίγουροι ότι αυτό που αντίκρυζαν συνέβαινε στ'αλήθεια ή εάν δεν ήταν επιτρεπτό να παρατηρούν κάτι τόσο βλάσφημο. Είναι αμφίβολο αν αυτοί οι στρατιώτες θα είχαν πετύχει τέτοια ζύμωση, αν είχαν έδρα την Αμερική αντί για την Γερμανία. Ο μπασίστας Shaw ήταν στην jazz και πριν την κατάταξή του είχε παίξει τρομπέτα στην Carson City της Νεβάδα σε ένα καζίνο, όπου ξεκινούσε κι ο έφηβος τότε Wayne Newton.

O κιθαρίστας (αργότερα έπαιξε μπάντζο) Dave Day ήταν rock 'n' roll τύπος, o οργανίστας Larry Clark είχε αδυναμία στα blues, ενώ ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Gary Burger και ο ντράμερ Roger Johnston ήταν οπαδοί της country. Αλλά το Γερμανικό κοινό ήθελε να ακούσει rock με βάση την κιθάρα στο καλούπι των εκατοντάδων Αγγλικών γκρουπ που είχαν κάνει την Γερμανία δεύτερο σπίτι τους. Σαν Torquays, αυτό ήταν ό,τι αυτοί οι απόδημοι Γιάνκηδες προσπάθησαν να δώσουν, από νύχτα σε νύχτα, από κλαμπ σε κλαμπ, από πόλη σε πόλη, συχνά δουλεύοντας έξι έως οκτώ ώρες. Κυκλοφόρησαν ένα 45άρι σαν Torquays πριν η ανία αρχίσει να πιέζει την μουσική τους να πάρει μία δική της υπόσταση. "Αφού το έχεις κάνει για λίγο, βαριέσαι τόσο με τις φόρμουλες" εξηγεί ο Shaw. "Μερικές φορές είναι σαν κανονική δουλειά. Ένας μπορεί να είναι μηχανικός ή οτιδήποτε άλλο, εκτός του να βρίσκεται πάνω στη σκηνή. Το μόνο πράγμα που μας διαφοροποιούσε ήταν το σόου μας. Καθώς παίζαμε δυνατότερα και δυνατότερα στα ξαφνικά η παραμόρφωση ξεκίναγε να έρχεται. Και αρχίσαμε να ανακαλύπτουμε πράγματα να κάνουμε με αυτή την παραμόρφωση. Τα ντραμς έπρεπε να βαράνε δυνατότερα και κάθε τι έπρεπε να βρίσκεται overdrive.

Μόλις ξεκινούσαμε να το διασκεδάζουμε πηγαίνοντας στα άκρα". Σαν πρώην Αμερικανοί στρατιώτες παίζοντας για τους Γερμανούς σε ένα κύκλωμα που κυριαρχείτο από Αγγλικά γκρουπ αισθάνθηκαν ένα πολιτιστικό εκτόπισμα που διέρεε στους στίχους και στις συνθέσεις τους. Οι Monks επινόησαν ότι ο Shaw αποκαλεί uberbeat. Επίμονους, σχεδόν πολεμικούς ρυθμούς, ένα είδος πόλκα που σε έκανε να χοροπηδάς. Οι στίχοι δεν θα ήταν ανέμελα ρομάντσα, ούτε κλισέ αναμασήματα από blues. Ήταν αφιλόξενοι, αποξενωμένοι και πάνω απ΄όλα απλοί όπως θα έπρεπε για ένα Γερμανόφωνο κοινό. "Ήταν πράγματι ένα πείραμα στον overbeat μινιμαλισμό". λέει ο Shaw. Χωρίς να θέλει να ταιριάξει στην επιτήδευση με τον Philip Glass, ωστόσο βλέπει κάποια ομοιότητα μεταξύ των Monks και του διάσημου μινιμαλιστή συνθέτη.

Drunken Maria (1966)

"Αρχίσαμε να μιλάμε σε μία νέα ορολογία, που ήταν η ένταση. Θέλαμε να πάμε την ένταση σε σημείο που οι άνθρωποι δεν θα άντεχαν πιά. Αντί να παίζουμε με 12 bar παίζαμε με 15, ίσως και με 17 πριν το αλλάξουμε. Φυσικά, καθώς θα βρίσκαμε αυτά τα σημεία έντασης θα αισθανόμασταν επίσης άβολα επειδή σε αυτά τα σημεία το κοινό δεν θα άντεχε και μας". Οι στίχοι σημειώνει σοβαρά επεξεργάζονταν από μεγαλύτερα σχέδια. "Θα προσπαθούσαμε να κάνουμε ένα τραγούδι με τρεις λέξεις. Ότι κι αν ήταν το τραγούδι, ήταν αλήθεια βασισμένο γύρω από τρεις λέξεις. Και όσο περισσότερες λέξεις έπρεπε να προσθέσουμε μετά από αυτό, τόσο ήμασταν σε ετοιμότητα να καταστρέψουμε το κομμάτι. Υπήρχε κάτι γύρω από αυτό που μας έκανε σαν αίσθηση καλογυαλισμένου σπορ αυτοκινήτου συγκρινόμενο με οποιοδήποτε άλλο". Ήταν χρόνια πριν ο Iggy Pop και οι Stooges θα συνέστηναν αυτή την προσέγγιση στην Αμερική και έμοιαζε σαν εμπορική αυτοκτονία εν έτει 1966. Εκ των υστέρων είναι συναρπαστικό ότι οι Monks κατάφεραν να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ. Αλλά το έκαναν και το σπουδαιότερο για μία από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές του κόσμου την Polydor, που έβγαλε το Black Monk Time στην Γερμανική αγορά τον Μάρτιο του 1966. Πριν το άλμπουμ της Polydor, οι Monks είχαν ηχογραφήσει μερικά demos που σύμφωνα με τον Shaw ήταν ακόμα πιό μινιμαλιστικά από τα κομμάτια του LP τους. Αν όντως είναι έτσι πράγματι ήταν πρωτοπόροι, αναλογιζόμενοι πως ότι επιβιώνει από το Black Monk Time είναι τόσο κοντά στον μινιμαλισμό στ'αλήθεια, όσο σχεδόν τίποτα από ότι μέχρι τότε είχε ηχογραφηθεί. Αυτό ήταν φανερό από το οδηγό κομμάτι "Monk Time". Δεν περνάει πολύ πριν ο Gary Burger εξαπολύσει μίδρους εναντίον του Στρατού, της ατομικής βόμβας και των κυβερνήσεων που στέλνουν Αμερικανούς και Βιετναμέζους στρατιώτες να σκοτωθούν συνοδευόμενα από μία κακοφωνία περίεργων κιθαριστικών εκρήξεων και κολασμένων ήχων από το όργανο. Δύο μικρόφωνα εγκαταστάθηκαν μέσα στο μπάντζο του Dave Day για να εξασφαλιστεί η ανησυχητική παρουσία του οργάνου στην τελική μίξη.

Ανεπαρκές σε όλη την πιό βασική μελωδία και δοσμένο με φινέτσα κομπρεσέρ (τα φωνητικά του Gary Burger ακούγονται σαν του Stevie Winwood σαν μέσα από ένα τσιμεντένιο μίκτη), το άλμπουμ ήταν τόσο ακατέργαστο για να μετρήσει σαν κλασικό σε αρτιστικά εδάφη. "Για εμάς σε αυτό το σημείο έμοιαζε πολύ εκλεπτυσμένο" λέει γελώντας ο Shaw. Ακούγεται ωστόσο όπως κανένας άλλος δίσκος στα μέσα του '60, κοιτάζοντας μπροστά, στην άσεμνη οργή του punk, μια δεκαετία ή κάτι τέτοιο πριν ο όρος γίνει κοινότοπος. Οι Monks όχι απλά δεν ακούγονταν σαν οποιαδήποτε άλλη μπάντα. Δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο γκρουπ, ξυρίζοντας τα κεφάλια τους, την εποχή που όλοι ήθελαν να μοιάζουν στους Beatles ή στους Rolling Stones. Πρέπει να διέθεταν ανεπαρκή τυπική εμπορική έλξη, όμως δεν ήταν καθόλου ανεπαρκείς σε δημοφιλία. Ο φωτογράφος τους ήταν ο Charles Wilp, ένας από τους κορυφαίους της Γερμανίας που αργότερα έγινε επίσημος φωτογράφος του Ronald Reagan, κατά την διάρκεια της Προεδρικής του θητείας. Έδιναν συνεντεύξεις στο Radio Luxenbourg, εμφανίζονταν στην Γερμανική τηλεόραση και έπαιζαν με ονόματα όπως Bill Haley, the Kinks, the Troggs και Manfred Mann.

We Do Wie Du (1966)

Σε ένα απερίσκεπτο διαφημιστικό τέχνασμα, έμειναν σε ένα πραγματικό μοναστήρι στη Σουηδία. Νομίζοντας ότι ήταν ακόμα ένα μοτέλ οι Monks κάπνιζαν, έπιναν και διασκέδαζαν με κορίτσια. Ο ηγούμενος δεν ήταν ευτυχισμένος από την όλη κατάσταση, σπεύδοντας σε μιά γρήγορη εκδίωξη. Έπαιξαν στο θρυλικό Top Ten κλαμπ στο Αμβούργο, όπου ο Roger Johnston πήρε αμφεταμίνες από την ίδια ηλικιωμένη πλύστρα που προμήθευσε τους Beatles "Το Αμβούργο πλημμύρισε με Αγγλικά γκρουπ" τονίζει ο Shaw. "Υπήρχε το γκρουπ του Duke Ellington που παίζανε δυό τετράγωνα μακριά. Η μουσική ήταν πολύ έντονη και πολύ σοφιστικέ. Έτσι οι άνθρωποι στο Αμβούργο είχαν ακούσει σχεδόν τα πάντα. Και τους άρεσαν οι Monks, επειδή δεν έπαιζαν τίποτα από αυτά που έπαιζαν όλοι οι υπόλοιποι. Και το ξέραμε αυτό. Γι'αυτό αισθανόμασταν το Αμβούργο σαν το σπίτι μας. Αν το Αμβούργο ήταν ο κόσμος, τότε οι Monks θα ήταν πολύ-πολύ επιτυχημένοι". Σε λιγότερο γκλάμουρ στυλ, πηγαινοέρχονταν στην Γερμανία σε μιά σειρά ατελείωτων one-night stands. "Αν υπήρχε ένα χωριό με 200 κάτοικους πιθανότατα θα παίζαμε. Ήταν σαν περιοδεία πολιτικών, από το ένα μέρος στο άλλο. Παίζαμε σε μέρη που θα υπήρχε ένα μικρό μπαράκι και μία μικρή σκηνή και 50 έφηβοι όλοι κι όλοι. Υπήρχε μία όχι και τόσο αμυδρή υποψία παραλογισμού να χρεωνόμαστε σαν διεθνείς σταρ ενώ παίζαμε σε μικρές Γερμανικές κοινότητες". Αν οι Monks ήθελαν να πάνε στο επόμενο επίπεδο θα έπρεπε να αλώσουν την Αμερικανική αγορά. Όταν η Polydor είπε στο γκρουπ ότι μία Αμερικανική κυκλοφορία του Black Monk Time επίκειται, η μπάντα ήταν πολύ χαρούμενη.

Όπως εξελίχτηκε το Black Monk Time δεν κυκλοφόρησε στην Αμερική για πάνω από τριάντα χρόνια. Η Polydor μοιάζει να είχε "παγώσει" την κυκλοφορία ενός τραγουδιού που κατέκρινε τον ανούσιο πόλεμο στο Βιετνάμ (καθώς και την κριτική Αμερικανικής και Βιετναμέζικης πολεμικής μηχανής). Και στο ίδιο τραγούδι "Monk Time" ήταν και άλλο ένα θέμα με την Pussy Galore, αν και οι Monks εννοούσαν τον χαρακτήρα στην ταινία Goldfinger, χωρίς απαραίτητα να εννοούν να θίξουν πιό σαρκικές απολαύσεις. "Ότι μας ειπώθηκε ήταν ότι οι Αμερικανικές εταιρείες ούτε που θα το άγγιζαν", λέει ο Shaw. "Απλά είπαν όχι δεν το αγγίζουμε καν". Σαν εικασία για το αν οι αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ ήταν το εμπόδιο ο Shaw λέει: "Αισθανθήκαμε ότι υπηρετούσαμε στον Στρατό και είχαμε το δικαίωμα να πούμε κάτι. Και δεν θέλαμε να γίνουμε προδότες. Αλλά θα μπορούσε να γίνει εξαιτίας όλων των επιδρομών που γίνονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα από τα πιό τρομερά πράγματα που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να διαφημίζει πρώην στρατιώτες να φεύγουν από τον Στρατό ενώ μαινόταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ και να λένε τέτοια πράγματα". Ωστόσο, ο Shaw έχει την αίσθηση ότι οι αληθινοί λόγοι για την μη κυκλοφορία του δίσκου στην Αμερική ίσως είναι πιό σαφείς. "Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σκέφτηκα, καλά η μουσική είναι λίγο περίεργη και λίγο τρελή για αυτούς. Θα έπεφτε στη σφαίρα της καινοτομίας". Ποιά νομίζει θα ήταν η αντίδραση στους Monks στην Αμερική αν το γκρουπ παρουσίαζε τον δίσκο εκεί; "Πιθανώς τελείως εχθρική" γελάει χωρίς καμία φανερή αίσθηση μεταμέλειας.

Higgle Dy Piggle Dy (1966)

Ένα μέρος που εκτιμούσαν τους Monks ήταν η Ανατολική Γερμανία. Φιλικά τηλεγραφήματα πίσω από το Τείχος άρχισαν να καταφθάνουν αφού ο κόσμος στην Ανατολική Γερμανία τους είδε και τους άκουσε στην τηλεόραση και στο ράδιο. "Αισθάνονταν ότι οι Monks είχαν αυτή την απλοική εξήγηση για κάθε τι στραβό στον κόσμο αυτό", λέει ο Shaw. "Νόμιζαν ότι λέμε κάτι πολύ σημαντικό γι'αυτούς και υποθέτω εκφράζαμε κάποια άποψη ατομικότητας που σε αυτούς δεν επιτρεπόταν να έχουν. Αλλά ειρωνικά δεν επρόκειτο ούτε εκεί να πετύχουμε". To 1967, οι Monks δέχθηκαν πίεση από την Polydor να αλλάξουν τον ήχο τους. Με λόγια του Shaw η εταιρεία είπε στο γκρουπ να μετακινηθεί στην κατεύθυνση των the Lovin' Spoonful επειδή "το άγριο beat είναι εκτός πιά και δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει". Oι Monks έκαναν μερικές διστακτικές κινήσεις σε αυτή την κατεύθυνση με το τρίτο και τελευταίο τους single το 1967, μία προσπάθεια που κανέναν δεν άφησε ικανοποιημένο. Τον ίδιο χρόνο που οι Monks πολεμούσαν τις πολιτικές της δισκογραφικής και μία γενική σύγχιση του να έχουν να δουλεύουν τόσο σκληρά με τόσα λίγα να δείξουν γι'αυτό, όσον αφορά σε υλική επιτυχία, έπαιξαν στο Star Palast στο Κίελο τον Μάιο του '67 ως support group στον ανερχόμενο τότε Jimi Hendrix. Οι Monks μπορεί να επηρέασαν τον Hendrix να προσθέσει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στο οπλοστάσιό του. "Πάντοτε θα αγοράζαμε το πιό καινούριο ηλεκτρονικό υλικό, επειδή μία από τις προυποθέσεις για να κάνουμε μουσική ήταν ο πειραματισμός". Η μουσική των Monks όντως είναι ένα απέραντο πείραμα. "Μιλώντας για τον Hendrix-είχαμε τα wah wah pedals. Και ο μόνος τρόπος να δουλέψουν είναι να τα μετακινείς από αριστερά προς τα δεξιά. Δεν πήγαιναν πάνω-κάτω, πήγαιναν αριστερά-δεξιά και ο Gary έπρεπε να δώσει στο γόνατό του μία ατσούμπαλη κίνηση για να το πετύχει.

Συνήθιζα να στέκομαι κάτω στην άκρη της σκηνής και να του κάνω πλάκα όταν τό'κανε και αυτός το μισούσε. Αλλά ο Hendrix ειλικρινά ενδιαφέρθηκε γι'αυτό. Και δεν είδε τίποτα το αστείο. Θυμάμαι στο διάλειμμα ρωτούσε τον Gary που το βρήκε αυτό και ο Gary του απάντησε ότι του στάλθηκε από την Αμερική". Ο Shaw αισθάνθηκε επίσης οικεία στον Hendrix, όχι τόσο για τον ιδιαίτερο ήχο της κιθάρας (που ήταν εντελώς διαφορετικός από των Monks) όσο με την γενική του προσέγγιση. "Όταν παίζαμε στο Κίελο, τα παιδιά δεν θα μας κοίταζαν. Αν περπατούσαμε ανάμεσα στους ανθρώπους αυτοί θα απομακρύνονταν. Αλλά κι ο Hendrix είχε το ίδιο πρόβλημα. Όταν τον είδα να κάθεται στην μέση του Star Palast και να μας παρατηρεί οι άνθρωποι δεν κάθονταν γύρω του. Ήταν τόσο μόνος. Ο Hendrix ήταν το πρώτο πρόσωπο που είχα δει, που αισθάνθηκα ότι υπήρχε κάτι παρόμοιο στις περιστάσεις μας. Ήταν αυτό το είδος της σκληρότητας στη μουσική. Ο Hendrix έπαιζε πολύ πιό σκληρά από ότι παίζανε τα άλλα Αγγλικά γκρουπ. Από την άλλη μεριά θυμάμαι να σκέφτομαι ¨Θεέ μου, κάνουμε με λάθος τρόπο σκληρή μουσική. Αν θέλαμε να ήμασταν πετυχημένοι δεν πρόκειτο να γίνουμε επιτυχημένοι κάνοντας αυτό, επειδή δεν είναι blues΄. Έβλεπα ότι μπορούσες να πάρεις blues και να το κάνεις τόσο hard όσο αυτό, όσο αυτό που έκανε ο Hendrix. Παίρναμε τον ήχο μας τόσο μακριά όσο πήγαινε ακόμα και στο σημείο που αισθανόμασταν κι οι ίδιοι άβολα. Και ο Jimi Hendrix έμοιαζε να είναι μία από τα ίδια. Αισθάνθηκα ότι επρόκειτο να γίνει επιτυχημένος και ότι εμείς δεν επρόκειτο να γίνουμε".

I Hate You (1966)

Οι Monks δεν ήταν πράγματι να διαρκέσουν τόσο πολύ τελοσπάντων. Αισθανόμενοι ότι είχαν εξαντλήσει την Γερμανική αγορά, η διεύθυνση σχεδίασε ένα τουρ συμπεριλαμβάνοντας μία μακρά παραμονή στο Βιετνάμ. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς οι Αμερικανοί στρατιώτες και οι Βιετκόνγκ θα αντιδρούσαν σε τραγούδια όπως το "Monk Time", να αναθεματίζει την τρέλα του πολέμου στην Νοτιοανατολική Ασία και να γιορτάζει τα θέλγητρα της Pussy Galore σε ένα κρεσέντο διαολεμένης noise-rock. Οι Monks ήταν μόλις ώρες μακριά από την επιβίβαση στο αεροπλάνο όταν ανακάλυψαν ότι ο Johnson είχε "πετάξει" πίσω στο Τέξας, γράφοντας ένα σημείωμα στον Burger "Δεν μπορώ να αντέξω άλλο". Eκ των υστέρων ο Shaw ανακουφίστηκε που η μπάντα δεν έκανε αυτό το ταξίδι, έχοντας ακούσει ότι ένα από τα μέλη ενός γκρουπ που ήδη είχαν παίξει στο κύκλωμα του Βιετνάμ, είχε σκοτωθεί κατά την διάρκεια του τουρ. "Σαν Αμερικανική rock 'n' roll μπάντα και παίζοντας σε εμπόλεμη ζώνη χωρίς την προστασία του Στρατού ή κάποιου γενικά πιθανώς θα είχαμε εκθέσει τους εαυτούς μας σε σοβαρό κίνδυνο". Οι Monks σιγά-σιγά πήραν το δρόμο πίσω γιά την Αμερική. Όταν θα έπαιζαν τον δίσκο για τους φίλους τους, θα τους υποδέχονταν σαν διαφορετικούς ή ακόμη χειρότερα επιθετικά. Ακόμα κι όταν ο Burger έπαιξε το δίσκο για τον Shaw στα τέλη του '70, ο Eddie είπε στον συνεργάτη του "Χαμήλωσέ το. Με ζάλισε. Και αλήθεια αισθάνθηκα κάπως σαν άρρωστος". Σε αυτόν τον καιρό το Black Monk Time άρχιζε να μαζεύει μία φήμη σαν ένα πολύτιμο αντικείμενο ανάμεσα στους συλλέκτες, με τις original κόπιες μερικές φορές να φτάνουν αρκετές εκατοντάδες δολλάρια.

Στις αρχές του '90 μουσικό περιοδικό εντόπισε τον Shaw και τον Burger για την ιστορία των Monks. Όταν ο Shaw κάλεσε τον Burger να του πει ότι δύο νεαροί φαν τους μόλις του έκαναν συνέντευξη, ο Burger αναστατώθηκε νομίζοντας ότι ο Shaw ονειρευόταν ή ήταν μεθυσμένος. Ο Shaw έπαιξε το άλμπουμ για τα παιδιά-"Ήμουν έκπληκτος επειδή για πρώτη φορά έκανα κάτι που άρεσε. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήμουν εγώ". Δεν τελείωσε εδώ. Μία εταιρεία έβγαλε μία εκδοχή για μία ταινία βασισμένη στην ιστορία των Monks. O Shaw τότε συγγραφέας ζώντας στην πόλη του ξανά, έγραψε (με την Γερμανίδα πρώην συζυγό του) μία αυτοβιογραφία 400 σελίδων για τις ημέρες στους Monks που έφερε φυσικά τον τίτλο Black Monk Time. Εναλλακτικές μπάντες ξεκίνησαν τότε να διασκευάζουν τους Monks. Ο Shaw ήταν ιδιαίτερα ευτυχής με τις τρεις διασκευές από τους the Fall ένα Αγγλικό punk rock γκρουπ, στα τέλη του '70. Νομίζει ότι αν ο lead singer Mark E. Smith των the Fall βρίσκονταν κοντά τους το '60 "θα μπορούσε να τελειώσει εκεί που εμείς δεν μπορέσαμε. Νομίζω είναι ίδιος με εμάς". Και τον Φεβρουάριο του 1997 η American Records (μεγάλη δισκογραφική εταιρεία) κυκλοφόρησε το Black Monk Time με bonus κομμάτια. Φαίνεται κάποιος που δούλευε στην American υπήρξε φαν των Monks για χρόνια και τελικά πραγματοποίησε το όνειρό του κυκλοφορώντας το άλμπουμ τους στην Αμερική.

Boys Are Boys and Girls Are Choice (1966)?

Ήταν η Αμερική τελικά έτοιμη για τους Monks; Αν από την κυκλοφορία του δίσκου θα πρέπει να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια πριν πάρουμε την απάντηση, έχουμε ακόμα άλλα εννέα χρόνια για να μάθουμε.

3576575548

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Black Monk Time (1966, American)

Blackmonktime

Το θρυλικό μοναδικό άλμπουμ των Monks τελικά διαθέσιμο στην Αμερική με επτά μπόνους κομμάτια, και ένα live.
Ένα τρελό, μανιασμένο αμάγαλμα της Αμερικανικής rock του '60, επηρεασμένο από την Αγγλική εισβολή και στίχους που κάποτε ήταν εμπαθείς και περιπαικτικοί.

ΣΥΝΙΣΤΩΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

9780963337122 us 300

Black Monk Time, των Thomas Edward Shaw και Anita Klenke (1994, Carson City Publishing)

Ακόμα κι αν το είδος των Monks, του μινιμαλιστικού proto-punk δεν σας ταιριάζει, οι
αναδρομές του Eddie Shaw είναι καθηλωτικές.

Τα τουρ, οι γκρούπις, οι πολιτικές των δισκογραφικών, όλα είναι εδώ ειπωμένα από την σκοπιά μίας μπάντας που πάλεψε χωρίς να τα καταφέρει. Πιό σπαραχτικό απ'όλα ωστόσο, είναι η αίσθηση της έλλειψης πνευματικής στέγης, που ο Shaw και οι Monks βίωσαν σαν Αμερικανοί να παίζουν ντανταιστικό rock μπροστά στο άναυδο Γερμανικό κοινό.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πηγή: https://musicoversixcenturies.blogspot.com