Peter Bardens - Pre Camel Era: Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από την παρουσία του στους Camel...

Peter Bardens  - Pre Camel Era: Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από την παρουσία του στους Camel...

Οι περισσότεροι γνωρίζουν τον Peter Bardens από την παρουσία του στους Camel, την περίοδο 1972 - 1978. Πολλοί λιγότεροι έχουν ακούσει μια-δυο προσωπικές του δουλειές, γύρω στο 1970.

Ελάχιστοι όμως ξέρουν για την μουσική διαδρομή του μέσα στη δεκαετία του ΄60, τις μπάντες που σχημάτισε τότε και το πόσο γνωστός και δημοφιλής ήταν στην R’n’B σκηνή της Βρετανίας, εκείνης της περιόδου. Όλα αυτά θα προσπαθήσουμε να σας τα παρουσιάσουμε αναλυτικά στο παρακάτω άρθρο μας.

Γιος του Dennis Bardens, συγγραφέα μυθιστορημάτων και βιογραφιών, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1945. Μεγάλωσε κι ανατράφηκε στην τότε μποέμικη συνοικία του Notting Hill, παρακολουθώντας την τοπική σχολή Καλών Τεχνών, ‘Byam Shaw’. Τότε ήταν που άρχισε να μαθαίνει πιάνο.

Με τον καιρό, επηρεαζόμενος από την αυξανόμενη άνοδο της μπλουζ στο δυτικό Λονδίνο, ο Bardens στρατολόγησε έναν μαθητευόμενο νεαρό ντράμερ, κάποιον …Mick Fleetwood, τον οποίο είχε ακούσει να κάνει πρόβες στο γκαράζ ενός σπιτιού, τρεις πόρτες μακριά από εκεί που έμενε. Λέγεται ότι ήταν ιδέα του ίδιου του πατέρα του, αφού ο Mick γέμιζε με ηχορύπανση όλη τη γειτονιά. ‘Ετσι ενθάρρυνε τον Peter να κάνει ένα γκρουπάκι, με τον Mick στα ντραμς, για να πάνε να κάνουνε αλλού τις πρόβες τους.

Ο Fleetwood είχε μετακομίσει στο Λονδίνο, ψάχνοντας απελπισμένα να μπει σε μια μπάντα κι εκείνο το διάστημα έμενε, στην ίδια οδό παρακάτω, με την αδερφή του. “Χτύπησε την πόρτα”, έλεγε για τον Bardens. “ Έχω ακούσει ότι παίζεις… θα ήθελες να μπεις στην μπάντα μας;” “Κυριολεκτικά, αυτός με ‘έμπασε’ στη μουσική”.

 

Cheyne-Re-La (1964)

 

 

 

 

‘Ετσι οι Bardens και Fleetwood βρίσκονται μαζί στους Cheynes, τον Ιούλιο του ’63, παίζοντας ‘ποπ’ R & B στα χνάρια των Bo Diddley και Chuck Berry, καθώς και διασκευές των Shadows, σε διάφορα μαγαζιά. Η μπάντα είχε ήδη δημιουργηθεί από την προηγούμενη χρονιά, με τους: Eddy Lynch (φωνητικά, κιθάρα), Peter Hollis (φωνητικά, μπάσο), Mick Fleetwood (ντραμς) και Peter Bardens (φωνή και πιάνο). Κατά καιρούς απ΄ τους Cheynes πέρασαν κι άλλοι μουσικοί όπως οι Phil Sawyer και Eddy St John. Ο Bardens, ως ηγέτης, έκανε και χρέη μάνατζερ, κλείνοντας συναυλίες και παραστάσεις σε κλαμπ, όπως τα ‘Mandrake Club’ και ‘Cavern Club’, σε Λονδίνο και Λίβερπουλ αντίστοιχα. Εκεί έπαιζαν ως “η απάντηση του Λονδίνου στους Beatles”, εξαπλώνοντας έτσι τη φήμη τους.

O Fleetwood, σε συνέντευξή του, θυμόταν ακόμη μια βραδιά Φεβρουάριο του ’64 στο ‘Marquee Club’, όπου έπαιζαν μαζί με τον Manfred Mann και τον Sonny Boy Williamson II. “Ήταν τεράστια τιμή για μας να παίζουμε με τον θρυλικό αστέρα των μπλουζ, Sonny. Μας είχαν κοπεί τα γόνατα. Aυτός έπαιζε όμως ‘αλλιώς’ κι εμείς προσπαθούσαμε να παίξουμε το τραγούδι όπως το είχαμε μάθει. Προσπαθήσαμε μάλιστα να τον διορθώσουμε και να τον επαναφέρουμε στον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να πάει το τραγούδι. Αυτό όμως το πήρε στραβά. Σταμάτησε να παίζει στη μέση του τραγουδιού και μας ρεζίλεψε μπροστά στο κοινό γιατί δεν ακολουθούσαμε τον ρυθμό του, ούτε ακούγαμε ή βλέπαμε τα σινιάλα του”.
Γενικά οι εμφανίσεις τους ήταν αρκετά καλές, αν δεν αποτελούσαν ακριβώς το είδος του ρεπερτορίου που θα επέλεγε η μπάντα.

Γρήγορα η φήμη τους εδραιώθηκε κι έτσι κατάφεραν τον Νοέμβριο του 1963 να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους single. Αυτό ήταν το “Respectable”, μια διασκευή των Isley Brothers (από το ΄59) ενώ στη β’ πλευρά υπήρχε το “It’s Gonna Happen To You”. Το δεύτερο single “ Goin’ To The River / Cheyne-Re-La” κυκλοφόρησε το 1964 ενώ την επόμενη χρονιά έβγαλαν το τρίτο και τελευταίο τους single, “Down & Out / Stop Running Around”. Το “Down And Out” γράφτηκε από τον Bardens, ενώ το “Stop Running Around” από τον Bill Wyman (των Rolling Stones) και τον Brian Cade. Ο Bill Wyman εκεί έπαιζε επίσης μπάσο ενώ συμμετοχή στη σύνθεση είχε κι ο Glyn Johns.

 

Down and Out (1965)

 

 

 

 

Και οι τρεις δουλειές τους έγιναν στην ‘Columbia’ και κυκλοφόρησαν μόνο στην Μεγάλη Βρετανία. Καμία όμως δεν έκανε ιδιαίτερη αίσθηση άρα και καλές πωλήσεις. Έτσι, τον Απρίλιο του 1965 ο Peter Bardens παίρνει την μεγάλη απόφαση και διαλύει τους Cheynes. Τα περισσότερα μέλη θα ακολουθήσουν αξιοζήλευτη πορεία: Ο Pete Hollis μετεγκαταστάθηκε στη Γαλλία όπου έπαιξε με τον Johnny Hallyday.

Ο Mick Fleetwood πήγε να παίξει με τους The Bo Street Runners, σε διάφορα σχήματα με τον Bardens κι αργότερα, ως γνωστόν, με τους Bluesbreakers του John Mayall και τους Fleetwood Mac. Τέλος, ο Εddy St John πήγε να παίξει με τους Graveddigers, τους Ingoes, και τους Elastic Band. Ο Phil Sawyer πάλι, καταστάλλαξε στους Spencer Davis Group. Και ο Bardens; O ίδιος ο Van Morrison του ζήτησε να ενταχθεί στους Them και να αντικαταστήσει τον Jack McAuley στα πλήκτρα. Ο Peter – ήταν μόλις 19 ετών - δεν έχασε την ευκαιρία. Λέγεται μάλιστα πως αυτός ήταν κι ο βαθύτερος λόγος για την διάλυση των Cheynes.

Έτσι βρίσκεται σε ένα διάλειμμα από ‘προσωπικές’ μπάντες να συνεργάζεται με τον ‘Van the Man’, ΄κάνοντας όλο και πιο δυνατή την παρουσία του στα μουσικά δρώμενα. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Bardens ήδη από το 1964 είχε παίξει στο στούντιο με τον Morrison για το "Baby Please Don’t Go"! Η Decca τότε έφερε τον Bardens στα πλήκτρα και τον Jimmy Page για να παίξει κιθάρα. Μια σοφή κίνηση, καθώς το single ξεπέρασε το Νο. 10 στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές του 1965 και έσπασε στο αμερικανικό Hot 100 στο No.93. Κι ας μην ξεχνάμε ότι στο ‘flipside’ (β’ πλευρά) υπήρχε το “Gloria”!

 

Baby Please Don’t Go (1964)

 

 

 

 

Αν κι έμεινε μόλις έξι μήνες στους Them, ο Bardens πρόλαβε κι άφησε το στίγμα του, παίρνοντας μέρος μάλιστα και στην ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ The Angry Young Them. Καθώς όμως ήταν μια περίοδος ανακατάταξης στο line-up της μπάντας, ο Peter κατάλαβε ότι θα ‘πρεπε να φύγει.

Έχοντας αρκετή εμπειρία και νέες ιδέες, αποφάσισε να σχηματίσει και πάλι μια δική του ομάδα, αυτή τη φορά με περισσότερο jazzy και soul κατευθύνσεις. Ιδρύει λοιπόν τους Peter B's Looners οι οποίοι ερμηνεύουν κυρίως υλικό – εκτός από το δικό τους – από τους Booker T και Mose Allison. Ο Mick Fleetwood ήταν και πάλι στα τύμπανα. Ο Dave Ambrose (πρώην Steampacket), τον οποίο ο Bardens γνώρισε από τη σχολή ‘Byam Shaw’, έπαιξε μπάσο.

Στη θέση του κιθαρίστα βρισκόταν αρχικά ο Mick Parker, ο οποίος όμως έφυγε από την μπάντα πριν τη μοναδική δουλειά τους. Στο single "If You Wanna Be Happy" (μία instrumental διασκευή του Jimmy Soul, με το "Jodrell Blues" στη β΄πλευρά) συμμετέχει ένας νεαρός βιρτουόζος της κιθάρας που τον είχε ανακαλύψει ο ίδιος ο Bardens. Το όνομά του; Peter Green! Κάπως έτσι άρχισε κι αυτός την καριέρα του κι εκεί πρωτοσυνάντησε τον μετέπειτα συνεργάτη του, Μick Fleetwood.

 

If You Wanna Be Happy (1966)

 

 

 

 

Παρά τα εντυπωσιακά ονόματα, οι Looners αποδείχτηκαν ένα μεταβατικό στάδιο για όλους και το γκρουπ διαλύθηκε στα τέλη του 1966. Εν τω μεταξύ, ο Bardens, τον Μάη του ’66, έκανε το επόμενό του project με τη μπάντα Shotgun Express. Αρχικά τα μέλη λίγο-πολύ παραμένουν τα ίδια. Σε λίγο όμως γίνονται αρκετές αλλαγές, καθώς ο Ambrose πήγε στον Brian Auger, ενώ ο Green προσχώρησε στους Bluesbreakers του John Mayall. Εκεί, συνδέθηκε με John McVie, αργότερα προσχώρησε ο Fleetwood και μαζί σχημάτισαν τους Fleetwood Mac.

Αντικαταστάθηκε από τον John Moorshead και μετά από τον Phil Sawyer. Στη θέση του τραγουδιστή όμως έρχεται κάποιος …Rod Stewart (ήταν πριν στους Steampacket). Επειδή όμως η μπάντα θα διέθετε και τραγουδίστρια, το μεγάλο όνομα εδώ ήταν η Beryl Marsden, γνωστή από την κλαμπ σκηνή του Λίβερπουλ. Έπαιζαν σε κλαμπάκια του Λονδίνου κυρίως soul classics όπως :"Knock On Wood", "In The Midnight Hour", και "Hold On, I'm Comin'".

Το πρώτο τους single ήταν το "I Could Feel The Whole World Turn Round" (1966), από την Columbia, το οποίο όμως δεν έκανε μεγάλη επιτυχία. To ίδιο έγινε και την επόμενη χρονιά με single “Funny 'Cos Neither Could I / Indian Thing”. Ήταν φανερό και πάλι πως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν παραπέρα. Το συγκρότημα θα διαλυθεί. Ο καθένας θα τραβήξει τον δρόμο του. Ο Stewart θα πάει στους Jeff Beck Group στις αρχές του ’67. Ο Bardens θα πρέπει να πάρει τώρα σημαντικές αποφάσεις: να εισχωρήσει σε κάποια μπάντα ή να πορευτεί μόνος του;

Αποφάσισε να δώσει άλλη μια ευκαιρία στην δεύτερη επιλογή. Χρειαζόταν όμως δικό του σχήμα. Έτσι, μετά τη διάλυση των Shotgun Express (κι αφού έχει περάσει περιστασιακά από μία μπάντα με όνομα The Love and Mike Cotton Sound), σχηματίζει μια δική του -υποστηρικτική - μπάντα, τους The Village. Στο τρίο συμμετέχουν και οι Bruce Thomas στο μπάσο (θυμηθείτε τον αργότερα με τον Elvis Costello) και Bill Porter στα ντραμς. Καταφέρνουν και κυκλοφορούν, τον Ιούνιο του ’69, μόνο ένα single, το "Man In The Moon” (με β΄πλευρά το "Long Time Coming").

 

Man In The Moon (1969)

 

 

 

 

Ήταν καιρός πλέον ο Bardens να δώσει την ‘απάντησή’ του. Αυτή δόθηκε με το πρώτο solo άλμπουμ του, το 1970, από την εταιρεία Transatlantic Records. Το όνομα; The Answer. Εδώ συνεργάστηκε με μια πλειάδα γνωστών και φίλων, συμπεριλαμβανομένων των: Steve Ellis, τον τραγουδιστή των The Love Affair (στο ομότιτλο κομμάτι), Andy Gee στις κιθάρες (αργότερα στους Thin Lizzy) , Bruce Thomas, Bill Porter κ.α. Ανεπίσημα φέρεται να έχει συμμετάσχει κι ο Peter Green - χωρίς φυσικά credits.

Το άλμπουμ υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη σε όλους τους μουσικόφιλους καθώς και μία μεγάλη επιβεβαίωση της συνθετικής ικανότητας και μαεστρίας του Peter B. Ακουστικά δίνει την εντύπωση μιας μυστηριακής εποχής. Περιέχει πολλούς πειραματισμούς κι έχει έναν πολύ αρμονικό ήχο – εντελώς ‘70s παραγωγή. Ένα μείγμα ψυχεδελικών / προοδευτικών ήχων με μερικά blues ψήγματα. Το πραγματικά ‘δολοφονικό’ κομμάτι του άλμπουμ είναι το σχεδόν 14λεπτο "Homage To The God of Light". Οι οπαδοί των Camel θα αναγνωρίσουν εύκολα εδώ τον ήχο, καθώς το τραγούδι θα αποτελέσει αργότερα ένα είδος εισαγωγής στις πρώτες συναυλίες της αγαπημένης τους μπάντας. Καμιά σχέση με τον Bardens προηγούμενων εποχών:

 

Homage To The God of Light (1970)

 

 

 

 

Το 1971 ακολουθεί ακόμη μία του προσωπική δουλειά, με το ίδιο περίπου σχήμα, αυτή τη φορά με τίτλο το όνομά του. Ειδικά στις Η.Π.Α κυκλοφόρησε με τίτλο “Write My Name in the Dust”. Η συνεργασία που ξεχωρίζει εδώ είναι με τον ταλαντούχο κύριο Victor Brox (στα φωνητικά και στο βιολί). Η νέα απόπειρα του Bardens δεν είναι κακή - αρκετά υποδεέστερη όμως της προηγούμενης. Δεν μπορούμε, σε αντίθεση με το Answer, να το χαρακτηρίσουμε ‘εντελώς prog’. Αντίθετα κινείται σε πιο bluesy γραμμές. Τα γυναικεία φωνητικά είναι πολλά και τα χορωδιακά μέρη επαναλαμβάνονται, χωρίς να προσδίδουν κάτι το αξέχαστο. Μοιάζουν ‘ασύνδετα’.

Δεν ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση. Είναι σαν ο Bardens προσπάθησε να συνθέσει διάφορα είδη τραγουδιών για να πιάσει ένα μεγαλύτερο κοινό. Ίσως και να αντανακλά το γεγονός ότι ήταν στη μέση μιας μουσικής μετάβασης. Όλα τα τραγούδια του δίσκου έχουν τα πάνω και τα κάτω τους. Το ομώνυμο κομμάτι είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι και το πιο επιτυχημένο single που κυκλοφόρησε ποτέ από τον Bardens ως σόλο καλλιτέχνη. Το "Down So Long" είναι ασυνήθιστα ‘δύσκολο’ για τον Peter Bardens. Είναι ένα μπλουζ-ροκ τραγούδι με ένα κομμάτι ψυχεδέλειας, κυρίως στο μακρύ σόλο. Θα έβρισκε ίσως κανείς κάτι από Fleetwood Mac σε αυτό το τραγούδι. Περισσότερο ‘βρετανικό’ το "Sweet Honey Wine", όπου νιώθεις την επιρροή των Moody Blues. Το "Tear Down The Wall" είναι ένα φάνκι-ροκ τραγούδι σε στυλ Motown, αλλά με μια επαναλαμβανόμενη χορωδία, αρκετά βαρετή. Το "My House" ανοίγει με όργανο στυλ Procol Harum και επίσης έχει ένα ζόρικο, ψυχεδελικό σόλο κιθάρας.

 

Write My Name in the Dust (1971)

 

 

 

 

Όπως απέδειξε η ιστορία, με το δεύτερο solo άλμπουμ, ας πούμε γενικά ότι ο Bardens απλώς πειραματίστηκε, πήρε το μάθημά μου και ξαναγύρισε στις αξίες (και μουσικό προσανατολισμό) του The Answer. Τα υπόλοιπα, από εδώ λίγο πολύ γνωστά. Το 1971 ο Bardens θα λάβει πρόσκληση από ένα νέο συγκρότημα του Surrey για να τους ακολουθήσει. Τα μέλη του τρίο: Doug Ferguson, Andy Ward και Andy Latimer.

Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι η ΄φίρμα’ - στην αρχή της μπάντας τουλάχιστον - δεν ήταν ο Latimer, αλλά ο πιο έμπειρος και γνωστότερος από όλους, Bardens. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι η νέα μπάντα στην αρχή ονομάζεται προσωρινά Peter Bardens On. Από εκείνη τη στιγμή μάλιστα ο ‘Peter’ αλλάζει το όνομά του σε ‘Pete’. Στην πρώτη τους συναυλία ‘ανοίγουν’ τους Wishbone Ash (4/12/1971) κι αμέσως μετά αλλάζουν το όνομά τους σε …CAMEL!
Τα υπόλοιπα είναι μια άλλη -και πολυαγαπημένη - ιστορία...

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Πηγή:musicoversixcenturies.blogspot.com