Ένα άρθρο για δύο Soul Brother No1

Ένα άρθρο για δύο Soul Brother No1

Από τον Θοδωρή Φαχουρίδη

Όταν κάποιος μουσικόφιλος διαβάζει τον παραπάνω τίτλο στο μυαλό του έρχεται αβίαστα το όνομα του πιο σκληρά εργαζόμενου στη μουσική βιομηχανία αφροαμερικάνου. Η ωμή δύναμη της μουσικής και της ερμηνείας του James Brown είναι αδιαμφισβήτητη. Επηρέασε πολλούς μετέπειτα σούπερ σταρς και σίγουρα το φανκ θα μπορούσε να έχει ως εναλλακτική επιλογή τίτλου το δικό του όνομα.

Υπάρχουν όμως άλλοι δύο καλλιτέχνες, όχι το ίδιο πετυχημένοι που διεκδίκησαν τον ίδιο τίτλο που στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 προστέθηκε στους ήδη υπάρχοντες του νονού της σόουλ.

Little Willie John

Γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1937, ο μικρός, παρατσούκλι λόγο του χαμηλού ύψους του, του William Edgar John γνώρισε την επιτυχία στην δεκαετία 1955 – 1965. Ο βίαιος χαρακτήρας του, ο εθισμός στο αλκοόλ, μια καταδίκη για φόνο και ο πρόωρος θάνατός του στα 30, στις 26 Μαΐου του 1968 με αίτια που οι απόψεις διίστανται, έβαλαν φρένο στην καριέρα του δεινού ερμηνευτή. Η φωνή του ένα μίγμα πάθους και τρυφερότητας, δύσκολα ν’ αφήσει κάποιον ασυγκίνητο. Όπως όλες οι μεγάλες φωνές της σόουλ πέρασε και αυτός από την γκόσπελ. Το σκηνικό στήθηκε στην Motor City που πλημύριζε στην δεκαετία του ’40 από αφροαμερικάνους και ως συνέπεια και από τις εκκλησίες τους. Όπως έγινε και με τους Smokie Robinson και Jackie Wilson, οι διαγωνισμοί ταλέντων θα δείξουν τον δρόμο και για τον έφηβο Willie. Η ανακάλυψη από τον ελληνικής καταγωγής και έναν από τους επιδραστικότερους ανθρώπους της μαύρης μουσικής, τον Johnny Otis θα οδήγησε τον καλλιτέχνη να γίνει από τους πρώτους πετυχημένους σόλο rhythm and blues τραγουδιστές της πόλης, με την μουσική του παράλληλα βουτηγμένη στα μπλουζ. Κάποτε μάλιστα ο James Brown άνοιγε τις συναυλίες του, ενώ μήνες μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε και τον δίσκο Thinking of Little Willie John and a Few Nice Things – 1968 (κρατώντας στο εξώφυλλο τον δίσκο του 1961 The Sweet, The Hot, The Teen-Age Beat) στην εταιρεία του John, King Records. Ήταν στο παράρτημα της εταιρείας που είχε έδρα το Σινσινάτι του Οχάιο, την Federal Records, που είχε ξεκινήσει την καριέρα του με τους Famous Flames, το 1956, με το ανεπανάληπτο Please, Please, Please. Ο John θα γίνει μέλος του Rock and Roll Hall Of Fame από το 1996 στην όγδοη υποψηφιόητητά του, μαζί με τους Τhe Velvet Underground, David Bowie, Pink Floyd, Gladys Knight and the Pips και τις the Shirelles, με την εισαγωγικό λόγο να τον εκφωνεί ο (Little) Steve Wonder.

Μια αναφορά στο όνομά του που με μαγεύει ιδιαίτερα είναι στους στίχους του Somewhere Down the Crazy River - Robbie Robertson – LP – Robbie Robertson – 1987

Στο playlist που ακολουθεί θα βρείτε πάνω από 70, σε χρονολογική σειρά, λόγους που αποδεικνύουν γιατί είναι ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της μαύρης μουσικής. Το υλικό του θεωρώ ότι είναι εκπληκτικό για τα τρία πρώτα χρόνια της καριέρας του (All around the world, Need Your Love So Bad, Fever, Will The Sun Shine Tommorow, Young Girl κ.α.) με μερικές μετέπειτα φανταστικές στιγμές, όπως τα No More in Life και Let Them Talk από το 1959, το My Love Is της επόμενης χρονιάς, You Hurt Me του ’61 ή τα Bill Bailey και It Only Hurts a Little While του 1964.

Joe Tex

Ένα ακόμη όνομα που μας συστήθηκε το 1955 από την αγκαλιά της οικογένειας της King Records και πάλι. Άνθρωπος κλειδί ο A&R, παραγωγός και συνθέτης Henry Glover ήταν αυτός που τον έφερε στην εταιρεία, όπως είχε κάνει και με τον Willie John, στον οποίο έκανε και την παραγωγή στο ορόσημο τραγούδι του Fever, αλλά και με τον Mr. Dynamite. Αυτό έγινε με αφορμή και σε αυτή την περίπτωση των talent show που πραγματοποιούνταν στο θρυλικό Apollo Theatre της Νέας Υόρκης και αφού τελείωσε πρώτα το σχολείο. Η επιτυχία θα έρθει λίγο καθυστερημένα, όταν τη διανομή των δίσκων του θα αναλάβει τελικά η Atlantic, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το πρώτο του συμβόλαιό, το 1964 και αφού μεσολάβησε μια τριετή στάση, 1958 – 1960, στην Νέα Ορλεάνη. Η περίδος αυτή συνδυάστηκε με άνοιγμα συναυλιών καλλιτεχνών όπως του James Brown και του Little Richard, και με ηχογραφήσεις σε διάφορες εταιρείες με κύρια αυτές της εταιρείας Dial, του φίλου του μέχρι το τέλος της ζωής του Buddy Killen. Κάπου εκεί ξεκινάει και η μακροχρόνια κόντρα με τον πρώτο κύριο, που περιλαμβάνει κλέψιμο χορευτικών φιγούρων, σχέσεις με τη ίδια γυναίκα, σάτιρα επί σκηνής, πυροβολισμούς... Οι χρονιές 1964 – 1966 θα είναι η κορυφή στην καριέρα του από άποψη επιτυχίας, με 7 τραγούδια στα δέκα πρώτα του RnB καταλόγου επιτυχιών της Αμερικής. Το φανκ μπήκε πανηγυρικά στο ρεπερτόριο του με το τελευταίο σινγκλ του για το ‘66, το εκπληκτικό Papa Was Too. Εντυπωσιακός στις ζωντανές του εμφανίσεις είχε μια καριέρα που διήρκησε για περίπου ακόμη μια δεκαετία, μέχρι το 1978, παρότι για την τριετία 72 – 75 πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του είχε ο μουσουλμανισμός, το νέο του όνομα Josepth Hazziez. Skinny Legs And All, I Can’t See You No More, I gotcha (το πιο πετυχημένο τραγούδι της δισκογραφίας του, προορισμένο αρχικά για τον King Floyd, που από β πλευρά σινγκλ έφτασε τελικά στην κορυφή του rnb και στο Νο2 των pop charts), Woman Stealer, Under Your Powerful Love μερικές από τις κλασσικές στιγμές του. Τελευταία μεγάλη του επιτυχία και πολυαγαπημένο και στους φαν της σόουλ στη χώρα μας το Ain't Gonna Bump No More (With No Big Fat Woman) του 1977, εν μέσω της κυριαρχίας της ντίσκο. Θα φύγει από τη ζωή και αυτός νωρίς, λίγο μετά από τα 47 γενέθλιά του, στις 12 Αυγούστου του 1982.

Δυο ώρες με την εκπληκτική φωνή του ακολουθούν, με την ιστορία των μικρών του δίσκων.