Ανδρέας Εμπειρίκος: μεσ' στην καρδιά των Αθηνών, μεσ' στην καρδιά του θέρους....

Ανδρέας Εμπειρίκος: μεσ' στην καρδιά των Αθηνών, μεσ' στην καρδιά του θέρους....

Μια μέρα που κατέβαινα
στην οδόν των Φιλελλήνων,

μαλάκωσε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια
και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια,

μεσ' στην καρδιά των Αθηνών,
μεσ' στην καρδιά του θέρους.

Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν,
η κίνησις ήτο ζωηρά.

Αίφνης μια κηδεία πέρασε.

Οπίσω της ακολουθούσαν
πέντε - έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας,

και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν
ριπαί πνιγμένων θρήνων,
για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη.

Τότε, μερικοί από μας
(άγνωστοι μεταξύ μας μεσ' στο πλήθος)

με άγχος κοιταχτήκαμε στα μάτια,
ο ένας του άλλου τη σκέψι να μαντεύση.

Έπειτα, διαμιάς,
ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων,
η κίνησις εξηκολούθησε.

Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία,
κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο

- από άνδρας λογής - λογής,
κούρους λιγνούς
και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους,

από οικοκυράς χονδράς ή σκελετώδεις
και από πολλάς νεανίδας και μαθητρίας,

εις των οποίων
τους σφικτούς γλουτούς
και τα σφύζοντα στήθη,

πολλοί εκ των συνωθουμένων,
ως ήτο φυσικόν επάσχιζαν

(όλοι φλεγόμενοι,
όλοι στητοί ως Ηρακλείς ροπαλοφόροι)

να κάμουν
με στόματα ανοιχτά και μάτια ονειροπόλα,
τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς,

τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς,
άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως,

ως εκ του συνωστισμού,
εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων
των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων

αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί
μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις,
συνθλίψεις και προστρίψεις.

Το θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς.

Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη
- η ζέστη που τη γεννά το κάθετο λιοπύρι.

Και όμως, παρά τον καύσωνα
και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων,

παρά τη διέλευσιν
της νεκρικής πομπής προ ολίγου,

κανένας διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς,
ούτε εγώ,
παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος.

Κάτι σαν τέττιξ ζωηρός μεσ' στην ψυχή μου,
με ηνάγκαζε να προχωρώ,
με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον.

Τα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή,
απτά και δια της οράσεως ακόμη,

και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαυλούντο
μέσα στον καύσωνα τα πάντα
- οι άνθρωποι και τα κτίσματα -

τόσον πολύ που και η λύπη ακόμη
ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο
σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.

Τότε εγώ,
με ισχυρόν παλμόν καρδίας,

σταμάτησα για μια στιγμή,
ακίνητος μέσα στο πλήθος,

ως άνθρωπος
που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν

ή ως κάποιος
που βλέπει να γίνεται μπροστά του
ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:

''Θεέ!
Ο καύσων αυτός χρειάζεται
για να υπάρξη τέτοιο φως!

Το φως αυτό χρειάζεται,
μια μέρα για να γίνει δόξα κοινή,
μια δόξα πανανθρώπινη,
η δόξα των Ελλήνων,

που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί,
στον κόσμον εδώ κάτω,
έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβον του θανάτου''.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Απόσπασμα από το βιβλίο του: ''Οκτάνα''