Αλκυόνη Παπαδάκη: Καλύτερα να είσαι μόνη σου παρά με το λάθος άνθρωπο!

Αλκυόνη Παπαδάκη: Καλύτερα να είσαι μόνη σου παρά με το λάθος άνθρωπο

«Καλύτερα να είσαι μόνη σου παρά με το λάθος άνθρωπο…»

Μια συμβουλή που αξίζει ο καθένας μας να δίνει όχι μόνο στους άλλους, αλλά κυρίως στον εαυτό του. Συχνά, ο φόβος της μοναξιάς, μάς κάνει να παραμένουμε σε μια σχέση που στην ουσία δε μας ευχαριστεί. Κι έρχονται ατελείωτες στιγμές, που νιώθουμε πιο μόνοι από μόνοι… Γιατί μπορεί να έχεις κάποιον άνθρωπο να ακουμπήσεις δίπλα σου, αλλά όχι να στηριχτείς. Και το χειρότερο είναι πως όταν δεσμεύεις τη ζωή σου με το λάθος άνθρωπο, χάνεις την ευκαιρία να γνωρίσεις κάποιον που αξίζει πραγματικά να είσαι μαζί του…

Τη σημαντική αυτή φράση που προανέφερα, τονίζει η Αλκυόνη Παπαδάκη. Μία ιδιαίτερα ταλαντούχα κι ευρηματική συγγραφέας που όταν διαβάζεις λόγια της, δεν μπορείς παρά να γοητευτείς από την ομορφιά και το νόημά τους. Αφηγείται όλες τις ιστορίες της με μια γλυκιά μελαγχολία. Οι ήρωες στην αφήγηση της είναι τόσο αληθινοί που ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Η πένα της καταφέρνει να μας ταξιδεύει με μοναδικό τρόπο…

Γεννήθηκε στο Νιο Χωριό του νομού Χανίων της Κρήτης. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος με παράσημο από τον πόλεμο της Αλβανίας. Τα παιδικά χρόνια της χρόνια ήταν δύσκολα. Μπήκε εσωτερική στη Γαλλική Σχολή Saint Joseph των Χανίων και ύστερα ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, δεν το τελείωσε ποτέ, επειδή άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Εκείνη την περίοδο, έγραφε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Κόκκινο σπίτι» και το οποίο εξέδωσε με δικά της χρήματα. Με επιστολή ζήτησε να εργαστεί στον Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος τότε διηύθυνε το περιοδικό «Ταχυδρόμος» και εξέδιδε, μεταξύ άλλων, τις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Μαθήτευσε κοντά στον δημοσιογράφο Νίκο Κακαουνάκη στα «ΝΕΑ» και με πρόσκληση του Τάσου Βουρνά στην εφημερίδα «Αυγή».

Τότε, διαμόρφωσε αριστερή συνείδηση. Συζούσε εκείνη την περίοδο με έναν δημοσιογράφο, τον οποίο ακολούθησε στο Παρίσι εξαιτίας της χούντας. Όταν δε, επέστρεψε στην Ελλάδα, της πήραν το διαβατήριο επειδή είχε φάκελο στην αστυνομία λόγω αριστερών πεποιθήσεων. Ήταν αρχές του `70 όταν συνάντησε τον σημερινό σύντροφό της με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Από τα 45 της χρόνια, κάθε δεύτερη χρονιά εκδίδει από ένα μυθιστόρημα.

Eπέλεξα κάποια αγαπημένα μου αποσπάσματα από τα έργα της Αλκυόνης Παπαδάκη και σας τα παραθέτω…

«Καλύτερα να είσαι μόνος σου… παρά με το λάθος άνθρωπο!
Μπορεί αύριο το πρωί να ξυπνήσεις… και πάλι μόνος…
Μπορεί το βράδυ να μην κοιμήθηκες μέσα σε μια αγκαλιά…
αλλά πολύ κρίμα σε εκείνους… που ξυπνούν και δεν ξέρουν πού βρίσκονται!!!»

«Η αγάπη, μια σιγανή βροχή που τραγουδάει πάνω στη λαμαρίνα, αυτό πρέπει να είναι η αγάπη. Το πάθος σεληνιάζεται, μάτια μου. Αφηνιάζει σαν το μουλάρι κι αρχίζει το ποδοβολητό. Ουαί και τρισαλίμονο σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμα του! Δεν έχει έλεος το πάθος, δεν έχει σταματημό…
Φύλλο δεν κουνήθηκε. … άνοιξε με δύναμη την ουρά της και γρατσούνισε τα όνειρα μιας νυχτερίδας που είχε κρεμαστεί ανάποδα στο γιακά της σιωπής.
Σε πνίγει η αγάπη όταν σε πιάνει από το λαιμό, έτσι δεν είναι, …; Έτσι ακριβώς, …. Η αγάπη πρέπει πάντοτε να σε συνοδεύει· να σου κρατάει συντροφιά· να γέρνεις στον ώμο της και να ονειρεύεσαι. Αν πέσει απάνω σου και σε πλακώσει, τελείωσες.»

«Η ζωή δεν μαθαίνεται από δεύτερο χέρι..
Δεν είναι μια κυρία που φτάνει μόνο να στη συστήσουν
με όλους τους κανόνες της ευγένειας κι εσύ
να χαμογελάς,.. να κάμεις ελαφρά υπόκλιση και
να πεις χαίρω πολύ…
Ζήσε για να μάθεις…
Πάρε τα ρίσκα σου..
Μη φοβάσαι…»

«Δεν είναι πιά η ζωή μου μια πορεία στην έρημο…
ξαφνικά η έρημος γέμισε κόκκινα τριαντάφυλλα…

ξαφνικά οι μέρες μου γέμισαν ήλιο…

ξαφνικά οι νύχτες μου γέμισαν δίδυμα φεγγάρια….!!!!»

«Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ` όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες.»

«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»

«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»

«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»

«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»

«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»

«Αυτό το «απόλυτα εντάξει« πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»

«Όταν μετράω τα κουμπιά της ψυχής μου, πάντα μου λείπουν μερικά. Τα `χασα; Μου τα κλέψανε; Τα κατάπια; Τα χάρισα; Κύριος είδε. Άντε τώρα να την κουμπώσω τη ρημάδα. Άντε να την προφυλάξω…»

«Ποσες φορες αληθεια συναρμολογησες τη διαμελισμενη σου ψυχη…;
Σαμπως θυμασαι…;
Ποσες νυχτες τρυπησες,για να βγεις στο φως…;
Ποση βροχη καταπιες…;
Ποσους ανεμους εκρυψες στην αγκαλια σου…;

Τωρα μου γραφεις…»Ειμαι καλα.Βρηκα μια θεση στη ζωη.Μπορει προσωρινα.Αλλα να ξερεις ειναι θεωρειο!
Επιτελους μου χαριστηκε Ο Θεος»
Αμ,δε στη χαρισε Ο Θεος τη θεση,ματια μου.
Στην πουλησε.Και μαλιστα,πανακριβα!»

«»Να ονειρεύεσαι …» μου `λεγε ένας φίλος που μ` αγαπούσε και με ήξερε καλά.

Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.

Παραπλανούν.

Καμιά φορά και σκοτώνουν.

Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι …

Δεν έχει νόημα.

Δεν έχει ουσία.

Να ονειρεύεσαι!

Κοίτα μόνο να `χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.

Τότε σώζεσαι …

Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;

Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!

Έχει και παρακάτω …;

Έχει κι άλλο …

Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!

Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»

«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»

«Σ` έσπρωξε; Σ` έριξε κάτω και σε τσαλαπάτησε; Έβγαλε σουγία και σε χάραξε; Ε! Άφου μετά σου είπε sorry ο άνθρωπος! »

Είναι μερικοί που έχουν μέσα τους κακοφορμισμένες
πληγές. Πλησίασέ τους. Μην τους ψηλαφάς.
Πληγώθηκε. Δώσε το χέρι σου στον άλλον χωρίς
να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει.
Σε αυτό το κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα.
Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη, στην απόγνωση…

«Αυτή πια η ανόητη προσμονή σου,
πως οι «άλλοι» κάποτε θ αλλάξουν.
Ξέχνα την, να χαρείς.
Οι «άλλοι» την έχουν καταβρεί στην πουπουλένια σου πλατούλα.
Εσύ ν αλλάξεις ρότα. Τώρα. Αν μπορείς.

Αν δεν μπορείς τουλάχιστον μη θορυβείς…»

«Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»

«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»

«Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.

Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.

Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.

Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.

Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.»

«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»