Ο «Κλέφτης ποδηλάτων» βγαίνει ξανά στις ιταλικές αίθουσες μετά από 70 χρόνια

Ο «Κλέφτης ποδηλάτων» βγαίνει ξανά στις ιταλικές αίθουσες μετά από 70 χρόνια

Στις 4 Φεβρουαρίου προβάλλεται και πάλι στις ιταλικές αίθουσες μία από τις πιο εμβληματικές δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, η μοναδική «Κλέφτης Ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα, που ήδη έκλεισε 70 χρόνια στο Πάνθεον της φιλμογραφίας και καθιέρωσε το κίνημα του Νεορεαλισμού.

Η ιστορία της ταινίας, σε σενάριο του συγγραφέα και σεναριογράφου Τσέζαρε Τζαβατίνι, με μια πρώτη ματιά δεν θα προκαλούσε το ενδιαφέρον κανενός. Ένας μακρόχρονα άνεργος καταφέρνει να βρει δουλειά ως επίσημος αφισοκολλητής του δήμου, αλλά κιόλας από την πρώτη ημέρα της δουλειάς τού κλέβουν το πολύτιμο, για την πρόσληψή του, ποδήλατο. Ο δύσμοιρος μεροκαματιάρης περνά μία ολάκερη Κυριακή, μαζί με τον μικρό του γιο, περιδιαβαίνοντας όλη τη Ρώμη για να ξαναβρούν το κλεμμένο ποδήλατο, το τόσο απαραίτητο για να εξασφαλιστεί το ψωμί της οικογένειας.

Ο ντε Σίκα με την ταινία του αυτή κατορθώνει να αγγίξει με την απλότητα των εικόνων και την αφηγηματική της ένταση το απώτατο όριο της κοινωνικής κριτικής χωρίς κραυγές, σε μία χώρα η οποία στα μεταπολεμικά χρόνια που ακολουθούν πάσχιζε να ξαναβρεί τον οικονομικό βηματισμό της και μία εικόνα της, η οποία είχε τρωθεί από τον φασισμό. «Στη Ρώμη κάθε ημέρα κλέβουν πολλά ποδήλατα», είναι η φράση που σχεδόν αδιάφορα ξεστομίζει ο αστυνομικός, αποθαρρύνοντας τον πρωταγωνιστή που βλέπει στην απώλειά του την καταστροφή ενός ονείρου για καλύτερη ζωή.

Το σενάριο αριστουργηματικά πραγματοποιεί μία δραστική αλλαγή σε σχέση με το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Λουΐτζι Μπαρτολίνι, πάνω στο οποίο βασίστηκε ο Τζαβατίνι: στο βιβλίο είναι ένας καλλιτέχνης που χάνει το ποδήλατό του και το γυρεύει στις λαϊκές συνοικίες της πόλης, περιοχές που του είναι ξένες κι άγνωστες. Στην ταινία το θύμα της ληστείας είναι ένας άνθρωπος κουρασμένος, καταρρακωμένος από την μακρά ανεργία, ο μόνος που συνεισφέρει με την εργασία του στην οικογένεια, ο οποίος συνοδεύεται από ένα παιδάκι. Αυτομάτως, η αναζήτηση του κλεμμένου ποδηλάτου γίνεται μία πράξη απόλυτης επιβίωσης, αποκτά υπαρξιακό χαρακτήρα.

«Τι είναι ουσιαστικά μία κλοπή ποδηλάτου, το οποίο ούτε καινούργιο είναι ούτε απαστράπτον;», αναρωτιέται ο ντε Σίκα. Στη Ρώμη καθημερινά κλέβουν πολλά και κανένας δεν ασχολείται, μιας και στον υπολογισμό του μεγάλου καθημερινού δούναι και λαβείν σε μία πόλη, ποιος θ’ ασχοληθεί με ένα ποδήλατο; Κι όμως κάποιοι που δεν διαθέτουν άλλο και με αυτό πηγαίνουν στη δουλειά το έχουν ως μόνο τους στήριγμα στη δίνη τούτη της ζωής στην πόλη και η απώλειά του είναι ένα γεγονός σημαντικό, τραγικό, καταστροφικό», προσθέτει.

Επί τρεις ημέρες ο πρωταγωνιστής Αντόνιο Ρίτσι από τον παράδεισο πέφτει στην κόλαση κι από θύμα κλοπής γίνεται ο ίδιος κλέφτης. Η τραγωδία του διαδραματίζεται επί τρεις ημέρες: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Την Παρασκευή του έρχεται ουρανοκατέβατη η δουλειά του αφισοκολλητή και χάρη στη γυναίκα του Μαρία, που βάζει ενέχυρο τα σεντόνια τους, αποκτά το ποδήλατο. Το Σάββατο πρωί παρουσιάζεται στη δουλειά, αλλά μόλις αρχίζει να κολλά μία αφίσα της Ρίτας Χέιγουορθ ένας κλέφτης και οι συνεργοί του κλέβουν το ποδήλατο. Η υπόλοιπη ταινία θα είναι η ατέλειωτη διαδρομή του Αντόνιο και του γιού του Μπρούνο σε μία Ρώμη αδιάφορη στο δράμα τους, από το σημείο της κλοπής έως ένα λαϊκό προάστιο και μέσα σε ένα πλήθος φτωχών μεροκαματιάρηδων όπου κρύβεται ο κλέφτης. Και όλα τούτα έως την σπαρακτική «έξοδο» της τραγωδίας, όταν αποκαμωμένος κι απελπισμένος ο ήρωας αποφασίζει κι αυτός να κλέψει ένα ποδήλατο έξω από το στάδιο Φλαμίνιο.

Η ταινία εκείνη την εποχή του 1948-1949 προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο εξ δεξιών, όσο κι εξ ευωνύμων στο πολιτικό φάσμα. Η μεγάλη πολιτική αντιπαράθεση της εποχής (το Λαϊκό Μέτωπο το ’48 είχε υποστεί συντριπτική ήττα από τους Χριστιανοδημοκράτες) είχε μεγάλες επιπτώσεις και στην υποδοχή της ταινίας. Η συντηρητική κοινή γνώμη την αναθεμάτισε, η εφημερίδα της εκκλησίας L’ Osservatore Romano την κατηγόρησε για αντικληρικαλισμό (για τη σκηνή όπου στο λαϊκό συσσίτιο δίνεται φαγητό μόνον σε όποιον είχε παρακολουθήσει τη λειτουργία), οι αριστεροί κριτικοί αν και την επικρότησαν, τήρησαν κάποιες αποστάσεις για συγκεκριμένες ιδεολογικές οπτικές της ταινίες. Ακόμη και ο σκηνογράφος Σέρτζο Αμιντέι, που είχε εργασθεί στην ταινία, εξέφρασε την κριτική του: «δεν βρίσκω σωστό πως σε εκείνη τη στιγμή, ένας σύντροφος, ένας κομμουνιστής, ένας εργάτης που ζει σε ένα προάστιο και του κλέβουν το ποδήλατο δεν πηγαίνει αμέσως στο τοπικό γραφείο του κόμματος για να του το αντικαταστήσουν».

Οι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι βέβαια ο πατέρας και ο γιος, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη μητέρα, τη Μαρία, που κι αυτή έχει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Χάρη σε αυτήν βρίσκεται ο τρόπος για να αποκτηθεί το ποδήλατο. Για τους τρεις ρόλους επελέγησαν μη επαγγελματίες ηθοποιοί και μάλιστα τυχαία: ο Λαμπέρτο Ματζοράνι ήταν ένας πραγματικός εργάτης της εταιρείας Breda, ο μικρός Έντσο Σταγιόλα επελέγη από τον ντεΣίκα που τον είδε να περιεργάζεται τα γυρίσματα, ενώ η Μαρία, κατά κόσμον Λιανέλα Στάρελ ήταν μία δημοσιογράφος που είχε ζητήσει συνέντευξη από τον σκηνοθέτη και κατέληξε ηθοποιός. Έχουν γραφεί πολλά για την ικανότητα του ντε Σίκα να μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε μεγάλους ερμηνευτές, αλλά δεν θα πρέπει να δοθεί υπερβολική έμφαση σε αυτό το γεγονός: αρχικά, ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλτζνικ είχε σκεφθεί να χρησιμοποιήσει φτασμένα ονόματα, είχε προτείνει τον Κάρι Γκραντ ως πρωταγωνιστή, αλλά στον ντε Σίκα δεν ταίριαζε και είχε προτείνει τον Χένρι Φόντα, όμως εκείνην την εποχή ο ηθοποιός δεν ήταν διαθέσιμος.

Ο Ματζοράνι δεν είχε το ταλέντο του Φόντα, είχε όμως την ερμηνευτική δύναμη της αυθεντικότητας, που ήταν αναγκαία για να γυρισθεί ένα τέτοιο αφοπλιστικό φιλμ σε χώρους πραγματικούς. Όπως διηγείται ο τότε «μικρός» Έντσο Σταγιόλα, υπήρχε ιδιαίτερα μία σκηνή που περιείχε ένα δυνατό στοιχείο αυθεντικότητας: η τελική δραματική σκηνή στο στάδιο, όταν ο Ματζοράνι επιχειρεί να κλέψει το ποδήλατο. «Ήμασταν σε σύνδεση με τον ραδιοσχολιαστή του ματς, νομίζω ήταν το Ρόμα-Μοντενα, διότι ο ντε Σίκα ήταν έτοιμος να γυρίσει όταν το πλήθος θα άρχισε να βγαίνει από το στάδιο, δεν είχαμε βέβαια όλους εκείνους τους κομπάρσους που χρειαζόμασταν». Το φινάλε της ταινίας ξαναεπιστρέφει τον άνεργο πρωταγωνιστή στο πλήθος από το οποίο οι αρχικές σκηνές της ταινίας τον είχαν αποσπάσει, με την πρόσκλησή του στο γραφείο του διευθυντή να του προσφέρει τη δουλειά. Στο τέλος ο Ρίτσι επιστρέφει στο άμορφο πλήθος, όταν πιασμένος χέρι χέρι με τον γιο του, συμφύρεται με αυτό στο δρόμο για το σπίτι. Η ιστορία των δύο τους είναι τόσο ασήμαντη που δεν ενδιαφέρει τον αστυνομικό ρεπόρτερ, ο οποίος όταν ρωτά τον επικεφαλής του αστυνομικού τμήματος «τι νέα έχουμε απόψε, ενωμοτάρχη;» εκείνος του απαντά αδιάφορα: «μπα, τίποτε, ένα ποδήλατο». Όμως το αδιάφορο τούτο συμβάν για το αστυνομικό δελτίο είναι τεράστιο θέμα για τον Τσέζαρε Τζαβατίνι, τον μεγάλο σεναριογράφο του ντε Σίκα.