7 στους 10 εργαζομένους ζουν με μισθούς κάτω από 1.000 €

7 στους 10 εργαζομένους ζουν με μισθούς κάτω από 1.000 €

7 στους 10 εργαζομένους ζουν με μισθούς κάτω από 1.000 € - Το 31% των απασχολούμενων έλαβαν λιγότερα από το βασικό μισθό

Η διπλή κρίση, υγειονομική και οικονομική, έχει προκαλέσει σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας και στη ζωή των εργαζομένων και των πολιτών. Η κρίση έχει προκαλέσει έκρηξη αβεβαιότητας και ανασφάλειας και σοβαρή έλλειψη εμπιστοσύνης των εργαζομένων όσον αφορά την προστασία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων τους και του βιοτικού τους επιπέδου, καθώς και όσον αφορά τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας με τρόπο που να διασφαλίζεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο ευημερίας.

Τα παραπάνω επισημαίνονται στην ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.

Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, καθώς διατηρούν σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιό τους, βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική θέση με σημαντικές επιπτώσεις στις καταναλωτικές και χρηματοοικονομικές αποφάσεις τους, επισημαίνεται στην έκθεση και τονίζεται ότι η διαχείριση της πανδημικής κρίσης με παρεμβάσεις που μειώνουν την απασχόληση και τις αμοιβές αναμένεται να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη εύθραυστη κατάσταση και το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών.

Η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι βραχυμεσοπρόθεσμα οι προοπτικές εξόδου της οικονομίας από την κρίση και η μετάβασή της σε διατηρήσιμη δυναμική είναι συνάρτηση της προστασίας του όγκου και της ποιότητας της απασχόλησης, και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος στα μεσαία και τα κατώτερα άκρα της κλίμακας κατανομής του εισοδήματος.

«Έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα»

Το μέγεθος του σοκ απασχόλησης που προκάλεσε η πανδημία αποτυπώνεται σύμφωνα με την έκθεση στον δείκτη των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας, ο όποιος στη χώρα μας διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το δ’ τρίμηνο του 2019.

Πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. Η πανδημική κρίση έχει μεταβάλει αυτή την εικόνα, αν και διαφαίνεται ότι αυτό, δεδομένων των εξελίξεων στην αγορά εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας, είναι μια προσωρινή εξαίρεση από τον κανόνα της υπερεργασίας. Το β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.

«Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την εικόνα μιας αγοράς εργασίας όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας. Η επικράτηση κλίματος επισφάλειας και αβεβαιότητας δεν είναι ένδειξη οικονομικής και κοινωνικής προόδου.

Υπάρχει σαφής και άμεση ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας με στόχο την προστασία της εργασίας και του εισοδήματος των εργαζομένων ύστερα από ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο. Η θεσμοθέτηση αυτής της de facto κατάργησης του οκταώρου, και μάλιστα σε βάρος της αμοιβής του εργαζομένου και σε όφελος της περαιτέρω ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, θα είναι μια πολύ σοβαρή εξέλιξη κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Μια τέτοια παρέμβαση, η οποία θα καταργήσει θεμελιακά εργασιακά δικαιώματα και θα επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής των εργαζομένων, αποκαλύπτει την πολιτική κενότητα της ρητορικής περί μετάβασης της χώρας σε ένα δίκαιο υπόδειγμα βιώσιμης μεγέθυνσης», επισημαίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Υψηλό το κόστος απώλειας εργασίας

Μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου η έξοδος από το εργατικό δυναμικό κυμάνθηκε μεταξύ 100 χιλιάδων και 180 χιλιάδων ατόμων σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Ο μεγαλύτερος όγκος αυτών των ατόμων αφορά εργαζομένους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μισθού τους. Ο κίνδυνος φτωχοποίησης αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα υψηλός.

Το κόστος απώλειας εργασίας είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας ο άνεργος έχει απολέσει το 47% του εισοδήματός του. Το αποτέλεσμα αυτό κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη.

Μειώθηκε ο μέσος μηνιαίος μισθός

Το β’ τρίμηνο του 2020, κατά το οποίο το lockdown βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, οι μισθολογικές εξελίξεις ήταν δραματικές, σύμφωνα με την έκθεση: Ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020, δηλαδή μειώθηκε περίπου 10%. Ωστόσο, ακόμα πιο ανησυχητική ήταν η υπέρμετρη αύξηση του αριθμού των ατόμων που έλαβαν ως αμοιβή λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα. Συγκεκριμένα, το β’ τρίμηνο του 2019 το 1% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 200 ευρώ.

Αυτό το ποσοστό αυξήθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες, ξεπερνώντας οριακά το 12% του συνόλου των μισθωτών. Ταυτόχρονα, για το ίδιο διάστημα αναφοράς, τα άτομα που λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το β’ τρίμηνο του 2019 το ποσοστό των ατόμων μειώθηκε σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ.

Το κύριο βάρος της συμπίεσης των μισθών το επωμίστηκαν οι χαμηλά αμειβόμενοι, επισημαίνεται στην έκθεση, και τονίζεται ότι «αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία να βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, η φτωχοποίηση ενός τεράστιου μέρους του πληθυσμού θα έχει πάγιο χαρακτήρα, η κοινωνική συνοχή θα διαρραγεί, ενώ το πλήγμα της πανδημικής κρίσης στην οικονομία θα έχει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και δυσμενέστερες συνέπειες.

Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, σύμφωνα με την έκθεση που επισημαίνει ότι το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το β’ τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού. Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος το οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση θα συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση της χώρας σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης.

Πηγή: Typosthes.gr