Μακρύς ο «δρόμος» για την επάνοδο της οικονομίας στο 2009

Συντάκτης: Μανόλης Γ. Δρεττάκης*

Στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μας στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (φύλλο της 7.12.17) με τίτλο «Τα επώδυνα για λαό πεπραγμένα των μνημονιακών κυβερνήσεων» αναφέραμε ότι «η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας το 2018, αν πραγματοποιηθεί, δεν δικαιολογεί κανέναν πανηγυρισμό και, με δημόσιο χρέος ίσο με το 179,8% του ΑΕΠ, η ενδεχόμενη έξοδος από τα Μνημόνια δεν συνεπάγεται έξοδο της χώρας από το "τούνελ" στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Γι’ αυτήν θα απαιτηθούν πολλά χρόνια».

Με τις λέξεις «έξοδος από το τούνελ» εννοούσαμε την επάνοδο της οικονομίας στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή στο 2009. Το ερώτημα είναι πόσα θα είναι αυτά τα χρόνια;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν είναι εύκολη, δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε αν και ποια θα είναι η λεγόμενη «ελάφρυνση» του δημόσιου χρέους μετά το πέρας των αξιολογήσεων.

Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι «κούρεμά» του δεν πρόκειται να γίνει. Κατά συνέπεια «ελάφρυνση σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του θα μειωθεί (και ας ελπίσουμε ότι η μείωση αυτή θα είναι σημαντική).

Επιπλέον είναι άγνωστο αν και με ποιους ρυθμούς θα συνεχιστεί σε βάθος χρόνου η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας και, επομένως, αν και με ποιο ρυθμό θα μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Παρ’ όλα αυτά στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε πόσα χρόνια θα απαιτηθούν για να επανέλθουν η οικονομία, η ανεργία και η απασχόληση στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν το 2009, δηλαδή πριν από τα Μνημόνια, αν σημειωθούν οι ρυθμοί που παρατίθενται στη συνέχεια.

Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης, δηλαδή το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, η φθινοπωρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις οικονομίες των κρατών-μελών της Ε.Ε. που δόθηκε στη δημοσιότητα στα μέσα Οκτωβρίου προβλέπει ότι ο ρυθμός αυτός στην Ελλάδα θα είναι 1,6% το 2017 και 2,5% τόσο το 2018 όσο και το 2019.

Για μετά το 2019 δεν υπάρχουν προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όμως, προβλέπει ότι μετά το 2019 οι ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι πολύ χαμηλότεροι.

Σε ό,τι αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης για τα μετά το 2019 χρόνια κάνουμε την υπόθεση ότι ο ρυθμός 2,5% θα συνεχιστεί όλα τα επόμενα χρόνια.

Σε ό,τι αφορά την ανεργία κάνουμε την υπόθεση ότι ο μέσος ρυθμός μείωσης τα τρία τελευταία χρόνια (-6,5%) θα συνεχιστεί και τα επόμενα.

Τέλος, για το εργατικό δυναμικό η υπόθεση που κάνουμε είναι ότι θα συνεχίσει να μειώνεται με τους βραδείς ρυθμούς των τριών τελευταίων (-0,23%), δεδομένου ότι οι αποχωρούντες λόγω ηλικίας είναι περισσότεροι από τους εισερχόμενους λόγω της μείωσης των γεννήσεων του πληθυσμού και της μετανάστευσης.

Με βάση τις παραπάνω υποθέσεις:

Το ΑΕΠ της χώρας σε σταθερές τιμές του 2010 από 239 δισ. ευρώ το 2009 κατολίσθησε στα 184 δισ. ευρώ το 2016. Θα επανέλθει στο επίπεδο του 2009 το 2027.

Η ανεργία από 485 χιλιάδες άτομα το 2009 βρισκόταν στο 1,131 εκατ. το 2016. Θα επανέλθει στο επίπεδο του 2009 το 2028.

Το εργατικό δυναμικό το 2009 ανερχόταν σε 4,953 εκατ. και μειώθηκε στα 4,732 εκατ. το 2016. Δυστυχώς η μείωση αυτή, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, θα συνεχιστεί και θα φτάσει στα 4,506 εκατ. το 2028.

Η απασχόληση (εργατικό δυναμικό μείον ανεργία) από 4,469 εκατ. το 2009 μειώθηκε στα 3,610 εκατ. το 2016. Λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού και παρά τη μείωση της ανεργίας, η απασχόληση θα φτάσει στα 4,102 εκατ το 2028, δηλαδή χαμηλότερη απ’ ό,τι ήταν το 2009.

Αν οι υποθέσεις στις οποίες στηρίζονται οι παραπάνω προβλέψεις αποδειχθούν αισιόδοξες, τα έτη που θα απαιτηθούν θα είναι περισσότερα (π.χ. αν ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για τα μετά το 2019 έτη μειωθεί στο 1,5%, το ΑΕΠ της χώρας θα επανέλθει στο επίπεδο του 2009 το έτος 2034).

Σε κάθε περίπτωση τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση καλό θα είναι να δουν κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα, δηλαδή το πόσο μακρύς θα είναι ο δρόμος για την επάνοδο της οικονομίας στο επίπεδο του 2009.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το πόσο θα μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εξαρτάται από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή από την αύξησή του σε σταθερές τιμές και τον πληθωρισμό καθώς και από τη μείωσή του σε δισ. ευρώ, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Για τους λόγους αυτούς δεν είναι δυνατόν να γίνουν προβλέψεις γι’ αυτό.

*πρώην: αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ

Πηγή: Εφημερίδα των συντακτών