‘Ο Γιάννης ο Φονιάς’: «Το φεγγάρι το ίδιο πάντα φέγγει. Ασταθείς στέκουμε απέναντι του έρμαια των διαθέσεων μας. Το φεγγάρι δεν παρεξηγεί»...

‘Ο Γιάννης ο Φονιάς’: «Το φεγγάρι το ίδιο πάντα φέγγει. Ασταθείς στέκουμε απέναντι του έρμαια των διαθέσεων μας. Το φεγγάρι δεν παρεξηγεί»...

Από τον Συμεών Ανδρονίδη

«Το φεγγάρι το ίδιο πάντα φέγγει. Ασταθείς στέκουμε απέναντι του έρμαια των διαθέσεων μας. Το φεγγάρι δεν παρεξηγεί» (Βαγγέλης Χρόνης/’Το Φεγγάρι δεν Παρεξηγεί’/’Τα Αγάλματα και οι Ψυχές’).

To άσμα 'Ο Γιάννης ο Φονιάς' σε στίχους Νίκου Γκάτσου, μουσική Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεία του Μανόλη Μητσιά, έχει καταχωρηθεί, συν τω χρόνω, ως ένα από τα πλέον ιδιαίτερα λαϊκά άσματα.

Στην όλη ατμόσφαιρα που αποδίδουν οι στίχοι του τραγουδιού, στην προσίδια συνάρθρωση μίας 'βουβής τραγικότητας' και 'αδιόρατου πόνου' εστιάζει το σύντομο άρθρο που δημοσιεύεται στη μουσική ιστοσελίδα 'Ogdoo.gr', υπό το πρίσμα μίας εμπρόθετης θεατρικότητας που προσιδιάζει στη συγκρότηση ενός οικιακού σκηνικού 'υποδοχής' του 'Γιάννη του Φονιά', σκηνικό παύσεων, ήτοι 'φορτισμένων' επιτελέσεων που προσεγγίζουν τις επάλληλες πτυχές της ιστορίας, αναδεικνύοντας την απορία από τον πρώτο κιόλας στίχο: Ποιον ή ποιους φόνευσε ο 'Γιάννης' το όνομα του οποίου συμπληρώνεται από τον προσδιορισμό 'ο φονιάς;'

Στο κείμενο του 'Ogdoo.gr', διαβάζουμε σχετικά: «Ο Γκάτσος στο τραγούδι ‘ο Γιάννης ο φονιάς’, ουσιαστικά στήνει ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ. Ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες, ένας δίσκος με ένα ποτηράκι μέντα και ένα γλυκό κουταλιού. Μερικά πρόσωπα βγαλμένα μέσα από Ελληνική τραγωδία με κυρίαρχο ήχο για μουσική επένδυση την απέραντη σιωπή και ένα βουβό κλάμα. Μέσα στο δωμάτιο να αιωρούνται ερωτήματα, μυστικά, ενοχές, συμβιβασμοί, ανεκπλήρωτοι έρωτες και χαμένα όνειρα. Και όλα αυτά σε ένα ολιγοσύλλαβο και λαχανιασμένο στίχο, σε μία δραματουργική σκηνή που μόνο ο Γκάτσος θα μπορούσε να δημιουργήσει, αρματωμένος καθώς ήταν με θεατρική φόρτιση και παιδεία».

Για την ιστορία του 'Γιάννη του Φονιά' ενυπάρχουν δύο εκδοχές, οι οποίες παρατίθενται στο κείμενο. «Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από ένα φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητας της, ο Γιάννης ένα παιδί 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της. Η δεύτερη εκδοχή ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του. Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου».

Ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο συμπλέκονται σφαιρικά η ιστορία από την οποία αντλεί το υλικό του ο Αρκάς δημιουργός, και η φαντασιακότητα, δύναται να αναφέρουμε ό,τι, η ιστορία του 'Γιάννη του Φονιά' εξελίσσεται εκ νέου εντός οικίας, καθίσταται μία ιδιαίτερη τελετουργία που φέρει εγγύτερα τον 'Γιάννη' και το θηλυκό υποκείμενο που φέρει την επωνυμία 'Φροσί', μετέρχεται μίας αναπαραστασιακής μεθόδου που προσδίδει στο 'Γιάννη' τα χαρακτηριστικά ενός 'οικείου ξένου', η πράξη του οποίου δια-κρατείται όχι ως 'ένοχο μυστικό' αλλά ως συνθήκη και δη ως 'τραυματική συνθήκη' που χάσκει μετέωρη, που κύρια διαμέσου της σιωπής σημασιοδοτεί το ό,τι ακόμη παραμένει ανοιχτή.

‘Ο Γιάννης ο Φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς και ενός Μεσολογγίτη, προχτές την Κυριακή μετά την φυλακή επέρασε απ' το σπίτι. Του βγάλαμε γλυκό του βγάλαμε και μέντα, μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα’, γράφει ο Νίκος Γκάτσος.

Δίχως την παρουσία έκκεντρων συμβολισμών, η φόνευση καταγράφεται οριακά, αναγνωρίζει και αναγνωρίζεται σε μία 'γλωσσική σιωπή' που λειτουργεί ως το πρωταρχικό σημείο κατανόησης, δύναται να συνυφάνει το πλαίσιο ενός άμεσου και 'ζεστού' καλωσορίσματος (‘του βγάλαμε γλυκό, του βγάλαμε και μέντα), με την εμμένεια μίας μνήμης που όσο παραμένει ενεργή, τόσο περισσότερο μεγεθύνει την απουσία του 'Γιάννη' από την οικία, εκεί όπου η σιωπή δεν συνιστά παρά άρνηση: 'μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα', υπενθυμίζοντας το υπόδειγμα της ποίησης του Paul Celan, με την ευρύτητα που αποκτά στην ποιητική συλλογή 'Γλωσσικό πλέγμα' (Sprachgitter): «Χείλος ήξερε. Χείλος ξέρει. Χείλος το αποσιωπά μέχρι τέλους».

Υπό το πρίσμα μίας κοινωνιο-γλωσσικής συμπύκνωσης που 'απελευθερώνει' μία δυναμική, που ενέχει την έγκληση της διαπίστωσης (ο 'Γιάννης επέστρεψε στην οικία, μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα'), η οποία και ανάγεται σε μία ατελή (όσο και ο βίος του 'Γιάννη') όσο και πληθυντική 'αλήθεια' (εντός οικίας, 'όλοι γνωρίζουν για το φόνο'), διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις, ευρύτερα, για την «εξάντληση των ίδιων των λέξεων», για να παραπέμψουμε και να παραφράσουμε ελαφρά τον Gilles Deleuze, μπροστά στην ίδια ευρύτητα ή εκτατικότητα του συμβάντος που επηρεάζει δραματικά τις ζωές όλων όσοι, εκούσια ή μη, συμμετέχουν στην όλη τελετουργία, κύρια του 'Γιάννη' και της γυναίκας που εισέρχεται 'ορμητικά' στη σκηνή για να αποχωρήσει την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο και που είναι το 'Φροσί'. 'Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα, του φίλησε βουβά τα χέρια τα ακριβά και βγήκε από τη σάλα, δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της να αντέξει και ούτε ένας συγγενής να βρει δεν είπε λέξη.’

Ενώ η 'γλωσσική παύση' συνεχίζεται, εντός των διά-κενων της τραγωδίας εισέρχεται το περιώνυμο 'Φροσί' (μνηστή του 'Γιάννη;'), η οποία και 'συλλαμβάνει' με τον δικό της τρόπο το νόημα της φόνευσης, προσομοιάζει σε μορφές μίας, κατά τον Λεωνίδα Οικονόμου, «συνειδητοποίησης και αποδοχής της απώλειας» (αυτού που φόνευσε ο 'Γιάννης'), αναδεικνύει τις σημάνσεις μίας αγάπης που επιθυμεί την 'συγχώρεση' και την 'εξιλέωση', αναδεικνύοντας παράλληλα τις δυνατότητες μίας 'άλλης' και κοινής πορείας με τον 'Γιάννη'.

Σε αυτό το σημείο, η στιχουργική του Νίκου Γκάτσου, συνοδεία ενός Χατζιδακικού μουσικού μοτίβου, λαϊκότροπου στη βάση του, με όργανο αναφοράς το μπουζούκι και με σταθερή δυναμική που περικλείει τον, λεπτό και μη, θρήνο, αντλεί από το ιστορικό και πραγμολογικό υπόβαθρο μίας κουλτούρας που συμπεριλαμβάνει και εναλλάσσει την 'θυσία' και την δυνατότητα της 'συγχώρεσης' (ας θυμηθούμε όμως και το πως δεν συγχωρεί η 'μητέρα' στον Ριτσικό 'Επιτάφιο'), ακόμη και της 'Χριστολογικής συγχώρεσης', η οποία και επισφραγίζεται ή αλλιώς επι-βεβαιώνεται διαμέσου της 'χειροφιλίας'.

Το 'Φροσί', βουβά και θρηνητικά, φιλά τα χέρια τα 'ακριβά' του 'Γιάννη', εκφράζοντας μία επιτέλεση με όρους 'ιερής νομιμοποίησης' της πράξης της φόνευσης, στο σημείο όπου η 'λατρεία' συναρθρώνεται με την έννοια της 'συγχώρεσης' στον παρόντα χρόνο και μη, εκ νέου νοηματοδοτώντας ό,τι έλαβε χώρα. Τα 'χέρια φιλήθηκαν' και δεν απομένει παρά η φυγή από την σάλα, η ροπή προς μίας φαντασιακότητα που 'διαπραγματεύεται' με το ερώτημα 'πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν;'

Μέσω της συγκεκριμένης πρακτικής, το 'Φροσί' δύναται να προβάλλει την «αφήγηση της τραυματικής της εμπειρίας» (Λεωνίδας Οικονόμου), επινοώντας την μετρική οικονομία της διπλής αναγνώρισης: αφενός μεν συγχωρεί σφαιρικά το υποκείμενο 'Γιάννης' το οποίο εμβαπτίζεται στα νάματα της 'αγάπης', αφετέρου δε παραδέχεται ό,τι ο πόνος παραμένει 'αμείωτος', μετατοπίζοντας το 'τραύμα' προς την κατεύθυνση της ιστορίας: 'αυτή η ιστορία, αυτή η καταστρεπτική ιστορία, καθίσταται η ιστορία τους'.

Μία ιστορία καημού και άρσης των προσδοκιών, διαρρήξεων και διαρκούς επιστροφής ενός θανάτου. Του ’καημού το αγκάθι’ παραμένει, όσο παραμένει και η σιωπή που δηλοί την ιστορία. Η ιστορία που αναπαρίσταται από τον Νίκο Γκάτσο και ως ‘καταστρεπτικότητα’, ενσωματώνει κύρια δύο ζωές: του ‘Γιάννη’ και της γυναίκας που τον αγάπησε.
Σε έναν χώρο όπου «πυκνώνει η σιωπή», κατά την αναφορά του Γιάννη Ρίτσου στην ποιητική συλλογή 'Η Επιστροφή της Ιφιγένειας', εκτυλίσσεται ένα ιδιότυπο 'χορικό' που παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, με τον Νίκο Γκάτσο να 'συλλαμβάνει' διαλεκτικά, ακόμη και Ντοστογιεφσκικά, τις 'ζωτικές' αντιθέσεις, την αίσθηση της πρόσκρουσης και του 'πνιγμού' που όμως αφήνουν να διαρρεύσει μία 'σπαρακτική γλυκύτητα'.