Η Σκύλα, Πιλάρ Κιντάνα

Η σκύλα είναι το τέταρτο μυθιστόρημα που έγραψε η Κιντάνα το 2017, πρωτοκυκλοφόρησε στην Κολομβία το 2018 και απέσπασε το Premio Biblioteca de Narrativa Colombiana, καθώς επίσης και το αγγλικό βραβείο PEN και το Literaturpreis το 2021 στη Γερμανία. Η Κιντάνα είναι η συγγραφέας που εστιάζει σε οικογενειακά θέματα, και με τη Σκύλα δίνει έμφαση στη μητρότητα, την πίστη, τη μοναξιά, και την ενοχή.

 

Την είχε πολύ καιρό αυτή τη σκύλα, μια μαύρη σκύλα που πέρναγε όλη τη μέρα ξαπλωμένη στην ταβέρνα και την ακολουθούσε παντού- στην εκκλησία, στο σπίτι της νύφης της, στο μπακάλικο, στην προβλήτα... Πρέπει να ήταν πολύ λυπημένη, αλλά δεν το έδειχνε. Άφησε το κουταβάκι που είχε ταΐσει με μια σύριγγα την οποία γέμισε με γάλα από ένα φλιτζάνι και έπιασε ένα άλλο. Είχε δέκα, και ήταν τόσο μικρά που δεν είχαν ανοίξει ακόμη τα μάτια τους.

 

«Είναι έξι ημερών» είπε η δόνια Ελόδια «δεν θα επιβιώσουν».

 

Ήταν γριά από τότε που η Νταμάρις θυμόταν τον εαυτό της, φορούσε κάτι γυαλιά με χοντρά κρύσταλλα που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται πιο μεγάλα και ήταν παχιά από τη μέση και κάτω, μια λιγομίλητη γυναίκα που κινούνταν αργά και παρέμενε ατάραχη ακόμα και τις μέρες με πολλή δουλειά, όταν η ταβέρνα ήταν γεμάτη μεθυσμένους και παιδιά που έτρεχαν ανάμεσα στα τραπέζια. Τώρα όμως φαινόταν αγχωμένη.

 

«Γιατί δεν τα δίνετε;» είπε η Νταμάρις.

 

«Έχουν πάρει ήδη ένα, αλλά κανείς δε θέλει τόσο μικρά σκυλάκια». 

 

Μια και δεν ήταν τουριστική περίοδος, στην ταβέρνα δεν υπήρχαν τραπέζια ούτε μουσική ούτε τουρίστες ούτε τίποτε, μόνο ο άδειος χώρος που τώρα φάνταζε τεράστιος, με τη δόνια Ελόδια καθισμένη σ’ έναν πάγκο και τα δέκα κουταβάκια μέσα σε μια χαρτονένια κούτα. Η Νταμάρις τα κοίταξε προσεκτικά ώσπου διάλεξε ένα.

 

«Μπορώ να πάρω αυτό;» είπε.

 

Η δόνια Ελόδια έβαλε στην κούτα εκείνο που είχε ταΐσει, πήρε το κουτάβι που είχε δείξει η Νταμάρις, ένα γκρίζο τρίχωμα και πεσμένα αυτιά, και το κοίταξε στα πισινά. 

 

«Είναι θηλυκό» είπε. 

 

Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, είναι η Νταμάρις, μια 40χρονη γυναίκα, παντρεμένη με τον Ροχέλιο, ένα μυώδη νέγρο, ψηλό και μ’ ένα ύφος σαν να είναι διαρκώς θυμωμένος. Το ζευγάρι μολονότι είχε προσπαθήσει και ακολουθήσει κάθε συμβουλή για να μπορέσει να αποκτήσει παιδί, δεν τα κατάφερε. Η Νταμάρις έχει να αντιμετωπίσει την επικριτική στάση του στενού κύκλου της. Γιατρειά στο πρόβλημά της θα βρει με την υιοθεσία μιας σκυλίτσας την οποία και θα προσέχει σαν να είναι παιδί της. Ωστόσο η ανικανότητά της να αποκτήσει παιδί την έχει στιγματίσει, γεγονός που της καλλιεργεί μια σειρά από προβληματικές συμπεριφορές. 

 

Η συγγραφέας σ’ αυτό το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά της καταφέρνει να θίξει το θέμα της μητρότητας και να καθρεφτίσει μέσα από τις ενέργειες της Νταμάρις τη ψυχοσύνθεση των γυναικών που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν. Κλείνονται στον εαυτό τους, απομακρύνονται από το σύντροφό τους, θυμώνουν με την φύση που τους έχει στερήσει αυτό το δικαίωμα. Ο αναγνώστης παρακολουθώντας την πορεία του ζευγαριού αναρωτιέται για το βαθμό που το κοινωνικό περιβάλλον και οι στερεότυπες αντιλήψεις επηρεάζουν τη διατήρηση της οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας. 

 

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό δεν γίνεται να μην αναφερθείς στη φιλοζωία και τη συντροφικότητα ενός κατοικίδιου. Η Κιντάνα χτίζει την προσωπικότητα της ηρωίδας της σ’ ένα φυσικό άγριο περιβάλλον, γεγονός που δικαιολογεί σε ένα βαθμό και τις πράξεις της. Ζει σ’ ένα μέρος που απουσιάζουν οι κτηνίατροι, που τα ζώα χάνονται επειδή δηλητηριάζονται, που τα κουτάβια πετιούνται γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα στείρωσης.  Οι κάτοικοι από την μια μεριά είναι συμπονετικοί, πονόψυχοι, από την άλλη η φτώχεια και οι κακουχίες της καθημερινής ζωής τους κάνουν σκληρούς. 

 

Ένα μυθιστόρημα λιτό, απλό, που απουσιάζουν οι γλαφυρές περιγραφές καθιστώντας την αφήγηση ωμή και σκληρή.