Θάλασσα, θάλασσα Iris Murdoch

Ήταν η χρονιά 1978 όταν η Iris Murdoch κέρδισε το Booker Prize με το δέκατο ένατο μυθιστόρημά της «Θάλασσα, θάλασσα». H Murdoch μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα Ελληνικά και έγινε γνωστή στο αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις Χατζηνικολή. Φέτος έγινε η επανέκδοσή της από τις Εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι είναι εξαιρετική.

 

«Είναι προφανές ότι είναι ανάγκη να γράψω, και μάλιστα να γράψω μ’ έναν τρόπο που δεν έχω χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα. Τα όσα έχω γράψει έως τώρα δεν είναι έπεα πτερόεντα, και γράφτηκαν έτσι εσκεμμένα. Τούτο εδώ διεκδικεί το οριστικό, είναι κάτι που θέλει να ελπίζει πως δεν θ’ αντέξει στο χρόνο. Ναι, ήδη το χρησιμοποιώ το αντικείμενο, το βιβλιαράκι, το λίβελο, τούτο το πλάσμα που του δίνω ζωή και που ταυτόχρονα θαρρείς πως έχει δική του θέληση. Θέλει να ζήσει, θέλει να επιβιώσει.

 

Σκέφτηκα να γράψω ένα ημερολόγιο, όχι για τα όσα συμβαίνουν τώρα, γιατί δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα, αλλά κάτι σαν καταγραφή σκέψεων ανάκατων με παρατηρήσεις από την καθημερινότητα: η «φιλοσοφία μου», οι pensées μου με φόντο απλές περιγραφές του καιρού και των άλλων φυσικών φαινομένων».

 

Ο Τσαρλς Άρουμπαϊ, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, άνθρωπος του θεάτρου, πασίγνωστος στο χώρο του, αποφασίζει να απομονωθεί σ’ ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα και να συγγράψει τα απομνημονεύματά του και τις σκέψεις του. Το σπίτι όπου μένει δεν διαθέτει ηλεκτρισμό, θέρμανση, αλλά ο Τσαρλς αδιαφορεί για αυτές τις αντιξοότητες, καθώς σκοπός του είναι να καταγράψει τις εμπειρίες του σ’ αυτό το μέρος, όμως αυτό που του διαφεύγει είναι απουσία ελέγχου των επιθυμιών μου.

 

Ενώ ο αναγνώστης θεωρεί ότι θα διαβάσει για έναν ήρωα ερημίτη που αποσύρεται για να συνδιαλλαγεί γραπτά με τον «είναι» του, έρχεται στο προσκήνιο η πρότερη ζωή του, με όλα τα πρόσωπα που αποτέλεσαν τον πυρήνα της καθημερινότητάς του. Έκπληξη για τον Τσαρλς αποτελεί ο πρώτος του ανολοκλήρωτος και πλατωνικός έρωτας, η Χάρτλι. Πρόκειται για μια γυναικεία φιγούρα που ο χρόνος δεν στάθηκε φίλος της, απεριποίητη, ατημέλητη και παντρεμένη με τον Μπεν, ένα στρατιωτικό. Ο Τσαρλς δεν επηρεάζεται από όλα αυτά τα στοιχεία αλλά παρασύρεται από αυτό το παλιό έρωτά του γι’ αυτήν. Τα πρόσωπα που θα καθορίσουν την εξέλιξη της ιστορίας είναι ο Τίτο, ο υιοθετημένος γιος της Χάρτλι και ο Τζέιμς, ο ξάδερφος του. Ο Τσαρλς γίνεται επικίνδυνος τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τα υπόλοιπα πρόσωπα, γεγονός που αποδεικνύεται από τα γεγονότα που ακολουθούν…

 

Η Murdoch είναι μια συγγραφέας που αγαπά την αρχαιοελληνική ιστορία και φιλοσοφία όπως φανερώνεται τόσο από τον τίτλο του μυθιστορήματος – φράση που εκφωνήθηκε από τους Μυρίους του Ξενοφώντα Κύρου Ανάβασις - όσο κι από περιγραφές και συμπεριφορές που μας οδηγούν αναμφίβολα στον Φαίδρο του Πλάτωνα, αλλά και την αλληγορία του σπηλαίου. Η Murdoch ωστόσο θυμάται και τον Σαίξπηρ και φαίνεται πως ο ήρωάς της χαρακτηρίζεται από αυτό το Σύνδρομο του Πρόσπερο. Έπειτα, οι στοχασμοί του Τσαρλς οδηγούν αναπόφευκτα και σε μια ταύτιση με τον Γουέρντσγουορθ, όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του βιβλίου από τον Μπέρνσαϊντ καθώς οι περιγραφές που γίνονται παραπέμπουν έντονα στον Ρομαντισμό, λόγου χάρη οι περιγραφές που αφορούν το σπίτι του στο Σραφ Εντ.

 

Η μεγάλη αρετή της συγγραφέα στο μυθιστόρημα αυτό είναι η αποτύπωση του ψυχισμού τόσο του κεντρικού ήρωά της όσοι και των υπόλοιπων. Η θάλασσα, τα πλάσματα που φαντάζεται ο Τσαρλς να βγαίνουν από αυτήν, τα φαντάσματα που θεωρεί ότι βλέπει, αντικατοπτρίζουν τη σύγχυση στην οποία βρίσκεται. Άλλα συναισθήματα είναι η ζήλια και η εμμονή που δεν διακατέχει μονάχα τον Τσαρλς αλλά και άλλους ήρωες του μυθιστορήματος όπως δηλώνεται μέσα από τις πραξεις τους.

 

Η συγγραφέας με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τους ζωντανούς διαλόγους, διατηρεί τη ζωντάνια και την αμεσότητα του κειμένου. Το μυστήριο, και οι συμβολισμοί κάνουν το ταξίδι του αναγνώστη απολαυστικό παρά το όγκο του μυθιστορήματος. Ολοκληρώνοντάς το διαπιστώνει την ευκολία με την οποία κινείται η Murdoch στο χώρο της λογοτεχνίας συνδυάζοντας την πλοκή με τη φιλοσοφία.

 

Από την Αναστασία Τσουκαλά