Στέφανος, Cat Stevens, Yusuf: Τρεις φάσεις στη ζωή ενός τροβαδούρου... που έγινε 74 ετών

Αγαπημένα τραγούδια από το παρελθόν επιστρέφουν με νέες ταινίες

Στη συνάντηση που είχα στην Ελλάδα με τον Cat Stevens στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν μας είχε επισκεφθεί για να εμφανιστεί στη Θεσσαλονίκη, μπροστά σε περιορισμένο δυστυχώς αριθμό θεατών, παρότι ότι ήταν από τα δημοφιλέστερα ονόματα της εποχής, θυμάμαι το ενδιαφέρον του για τα κοινά που αφορούσαν Ελλάδα και Κύπρο. Ο αδελφός του τότε δούλευε στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» και το δικτατορικό καθεστώς προκαλούσε ανησυχίες σε όλους όσοι είχαν σχέση με την πατρίδα μας.

 

Η αγάπη τού τότε Cat Stevens για την Ελλάδα ήταν αμοιβαία, αφού το ελληνικό κοινό είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το άλμπουμ του Tea For The Tillerman, εκτιμώντας την αλλαγή που είχε στον ήχο του και τα καταπληκτικά διαχρονικά τραγούδια που περιείχε. Είμαι σίγουρος ότι όσοι είχαν αποκτήσει τότε αυτό το άλμπουμ, πραγματικά θα το είχαν ταλαιπωρήσει αρκετά με τα συχνά παιξίματα και μοιραία η βελόνα του pick-up θα άφηνε τα σημάδια της στα αυλάκια του βινυλίου. Where Do The Children Play? ήταν το τραγούδι που άνοιγε το άλμπουμ, το εξώφυλλο του οποίου είχε φιλοτεχνηθεί από τον ίδιο τον Στέφανο Γεωργίου, όπως ήταν το χριστιανικό του όνομα εκείνη την εποχή. Στο άλμπουμ υπήρχαν επίσης τα Hard Headed Woman, Wild World, το οποίο στη συνέχεια θα γνωρίσει πολλές διασκευές, Sad Lisa και Father And Son, που η αξία του θα φτάσει και στον αιώνα που διανύουμε χάρη στις πετυχημένες διασκευές του. Το Tea For The Tillerman κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1970 και ήταν στενά συνδεδεμένο με τους κοινωνικούς προβληματισμούς του δημιουργού εκείνη την περίοδο, προβληματισμούς που αντιμετώπιζαν και άλλοι νέοι της εποχής, γι' αυτό και το αγκάλιασαν αμέσως με ενδιαφέρον και έκαναν τον Cat Stevens καλλιτεχνικό αστέρι της εποχής.

 

 

 

Οι γονείς τού Stevens, που είχαν ένα εστιατόριο στη Shaftsbury Avenue στο Λονδίνο, χώρισαν όταν αυτός ήταν 8 ετών. Παρότι συνέχισαν να δουλεύουν μαζί στο εστιατόριο, από τα περισσότερα τραγούδια του, που είναι μικρά ποιήματα, φαίνεται ένα παράπονο για τις οικογενειακές σχέσεις.

 

Το ενδιαφέρον του για τη μουσική αρχικά είχε κατευθυνθεί στα ελληνικά τραγούδια που είχε μάθει από το περιβάλλον του πατέρα του: τον θυμάμαι να μου ψιθυρίζει ελληνικές επιτυχίες της εποχής και να μου λέει το πόσο εκτιμούσε τα τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι.

 

Ο Cat Stevens σπούδασε και κλασική μουσική στη Σουηδία, όπου είχε πάει για κάποιο διάστημα με τη σουηδέζα μητέρα του, αλλά και στο Λονδίνο, όπου παρότι ο πατέρας του ήταν χριστιανός Ορθόδοξος, τον έστειλαν σε σχολή για Καθολικούς.

 

Πριν από την κυκλοφορία του Tea For The Tillerman ο Cat Stevens ήταν ήδη γνωστός, αλλά τα τραγούδια του ήταν αρκετά πιο ποπ και απευθύνονταν σε λιγότερο προβληματισμένους ακροατές.

 

Ως επιρροές του αναφέρονται οι Bob Dylan και Paul Simon, αλλά ο ήχος του μετά το 1970 είναι πιο κοντά στην τραγουδίστρια που θαύμαζε, και δεν ήταν άλλη από τη Nina Simone.

 

Το πρώτο του άλμπουμ κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1967, μέσα στη δίνη που είχε προκαλέσει το Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band των Beatles και τον έκανε αμέσως είδωλο στην ηλικία των 20 ετών. Το καλλιτεχνικό όνομα που χρησιμοποίησε ήταν κατά το ήμισυ δικό του, το Cat του το απέδωσε το κορίτσι του εκείνη την περίοδο και το Stevens είναι βέβαια το μικρό του όνομα. Οπως θα δήλωνε αργότερα ο ίδιος: Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έμπαινε κάποιος σε ένα δισκάδικο και θα ζητούσε τον δίσκο του Στέφανου Δημήτρη Γεωργίου

.

Χάρη στα τραγούδια Matthew And Son, Ι'm Gonna Get Me Α Gun και το Here Comes My Baby, που θα διασκευάσουν με επιτυχία οι Tremeloes, επιτυχία θα γίνει την ίδια χρονιά και το First Cut Is The Deepest, που υπήρχε στο δεύτερο αποτυχημένο εμπορικά άλμπουμ του New Masters. Θα το πουλήσει για 30 λίρες στην Ρ.Ρ. Arnold, τραγούδι που ο ίδιος είχε ηχογραφήσει σαν ντέμο από το 1965, και θα το ξαναφέρει στην επικαιρότητα ο Rod Stewart το 1977, ενώ το 2006 θα του χαρίσει τον τίτλο του συνθέτη της χρονιάς χάρη στη διασκευή του από τη Sheryl Crow.

 

 

 

Στα επόμενα δύο χρόνια θα καταφέρει να ξεπεράσει τη φυματίωση και τον χαρακτηρισμό του διάττοντος αστέρα της ποπ χάρη στην επιστροφή που έκανε το 1970 με τη βοήθεια του Paul Samwell-Smith των Yardbirds, ο οποίος τον βοήθησε να ηχογραφήσει ένα εντελώς διαφορετικό άλμπουμ, με ήχους στον ρυθμό της βρετανικής φολκ μουσικής, κάτι που ξάφνιασε τους φίλους της πρώτης περιόδου της μουσικής του. Στο Mona Bone Jackson ασχολείται με τον θάνατο, αλλά και την επιβίωση, προφανώς επηρεασμένος από την περιπέτεια που πέρασε με τη φυματίωση. Τον φόβο για τον θάνατο, διαδέχτηκαν ο αγώνας για επιβίωση και η ελπίδα για τη συνέχεια.

 

Το Lady D' Arbanville από αυτό το άλμπουμ ήταν γραμμένο για τη νεαρή αμερικανίδα φίλη του Patti D'Arbanville και παρά τον διαφορετικό ήχο του, που θύμιζε έντονα τη σύγχρονη βρετανική φολκ, βρήκε θετική ανταπόκριση από το αμερικανικό ραδιόφωνο. Οι μουσικοί που τον συνόδευαν σ' αυτό το άλμπουμ ήταν ο κιθαρίστας Alun Davies, ο οποίος εκτός από κιθάρα κάνει και φωνητικά στο άλμπουμ -ο Davies παρέμεινε φίλος του για πολλά χρόνια και έπαιξε μαζί του στον πρώτο δίσκο που ηχογράφησε ως Yusuf Islam- και ο Peter Gabriel των Genesis, που έπαιζε φλάουτο.

 

Το 1971 κυκλοφορεί το Teaser and The Firecat, στο οποίο υπάρχει και το Ruby, που μέρος των στίχων του αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα. Μεγάλες επιτυχίες από το άλμπουμ αυτό: Morning Has Broken, που ήταν διασκευή σε χριστιανικό ύμνο, Peace Train και Moon Shadow.

 

Με το τέλος της σχέσης του με την Patti, σχέση που κράτησε περίπου δύο χρόνια, ο Stevens γνωρίζεται με την αμερικανίδα τραγουδίστρια Carly Simon, η οποία θα γράψει γι' αυτόν τα τραγούδια Legend In Your Own Time και Anticipation. Ο Cat Stevens θα γράψει γι' αυτήν το Sweet Scarlet στο άλμπουμ του 1972 Catch Bull At Four, που αν και έγινε Νο 1 στην Αμερική με σημαντικές πωλήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, περιείχε μόνο ένα πετυχημένο σχετικά τραγούδι, το Sitting.

 

Το 1973 θα πάει να μείνει στη Βραζιλία για φορολογικούς λόγους και εκεί θα ηχογραφήσει το άλμπουμ Foreigner, στο οποίο δεν συνεργάζεται καν με τον Paul Samwell-Smith, που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του, και αντί για κιθάρα θα παίζει σ' ολόκληρο το άλμπουμ όργανο, με συνέπεια ο ήχος του να είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που είχε συνηθίσει το κοινό του. Πρόσφατα αυτός ο δίσκος ήλθε στην επικαιρότητα ως πηγή έμπνευσης των Coldplay για τη σύνθεσή τους Viva La Vida.

 

Θα ακολουθήσουν τα άλμπουμ Buddha and the Chocolate Box, που σήμανε μια επιστροφή στον γνωστό του ήχο με τραγούδια όπως το Oh Very Young και οι δίσκοι Numbers, Izitso και το Back Το Earth το 1978, με παραγωγό ξανά τον Paul Samwell-Smith. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος δίσκος που θα κυκλοφορήσει με το όνομα Cat Stevens.

 

Το 1976 σε μία επίσκεψή του στο Μαρόκο θα έχει την πρώτη επαφή με τον Ισλαμισμό και δύο χρόνια αργότερα, όταν ο αδελφός του θα του κάνει δώρο, ύστερα από μία επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ, το Κοράνι, θα αφιερώσει όλο του τον χρόνο στη μελέτη του και σύντομα θα γίνει μουσουλμάνος, αλλάζοντας το όνομά του σε Yusuf Islam. Ο γάμος του με τη Fauzia Mubarak Ali, το 1979, θα κάνει ακόμα πιο στενή τη σχέση του με το Ισλάμ.

 

 

 

Από τότε, αμερικανικές πολιτικές πηγές συχνά τον κατηγόρησαν ότι βοηθάει άραβες τρομοκράτες και το 2004 μάλιστα αρνήθηκαν να του επιτρέψουν την είσοδο στις ΗΠΑ και την επόμενη μέρα επέστρεψε στη Βρετανία. Από το 2006 μπορεί όμως να επισκέπτεται κανονικά την Αμερική και να προωθεί τη νέα καριέρα του με το μουσουλμανικό πια καλλιτεχνικό του όνομα. Πρώτο άλμπουμ ήταν το An Other Cup το 2006 και ακολούθησε τον φετινό Μάιο το Roadsinger, με τραγούδια που θυμίζουν τον ήχο που είχε στις αρχές της δεκαετίας του '70. Με την κυκλοφορία του άλμπουμ και την επάνοδό του μέσα στα 10 πρώτα της Βρετανίας το 2009, ο Yusuf Islam πρόσθεσε το όνομά του στους πολλούς πετυχημένους καλλιτέχνες της εποχής μας που έχουν ξεπεράσει την ηλικία των 60 ετών και γνώρισαν επιτυχία...

 

 

 

https://www.popup.gr/