Country και Αμερικανικός Νότος

 Country και Αμερικανικός Νότος

Του Τάσου Παπαναγιώτου

Με την ταχύτατη διάδοση της στα τέλη της δεκαετίας ’20 η καντρυ, παιδί φολκλορικής, κελτικης και θρησκευτικής μουσικής παράδοσης, γίνεται αυθεντικό λαϊκό προϊόν, έκφραση του μέσου Αμερικανού. Παραγκωνισμένη για χρόνια σαν τοπικό ιδίωμα, μη ικανό να περιγράψει βιώματα άλλων λαών η καντρυ ξεκινά το ταξίδι της στον χρόνο μέσα από ακούσματα μιας μουσικής κληρονομιάς 300 σχεδόν χρόνων.

Η πρώτη εμπορική ηχογράφηση θεωρείται πως έγινε από τον Eck Robertson το 1922 για την δισκογραφική εταιρεία Victor Records, με τον Vernon Dalhart να ακολουθεί το 1924 και την πρώτη, σε εθνικό επίπεδο καντρυ επιτυχία (“Wreck Of The Old ‘97”). Οι περισσότεροι ιστορικοί, θα αναφέρουν το 1927 σαν την “πραγματική” χρονιά, κατά την οποία η καντρυ μουσική γεννιέται με την ένταξη των Jimmie Rogers και Carter Family στην οικογένεια της Victor Records.

Η καντρυ δεν είναι παρά μια «ομοσπονδία» μουσικών στυλ, όχι ένα όμοιο σε περιεχόμενο σύνολο. Με τις ρίζες της χαμένες στις πρώτες αποικιακές δεκαετίες, εκεί που οι φολκ χοροί (Σκωτίας, Ιρλανδίας -μια «φτωχική» απάντηση στους γαλλικούς χορούς ανωτέρων τάξεων) συναντούν την Βρετανική μπαλάντα, το μίγμα εμπλουτίζεται με εκκλησιαστικούς ύμνους και τραγούδια γύρω από την φωτιά. Διαφέροντας από τους βρετανικής καταγωγής προγόνους τους, οι νέοι μουσικοί δεν τραγουδούν για την «αγάπη» αλλά για θέματα πρακτικά, βγαλμένα από την καθημερινή εργασία (στο ράντζο, το ορυχείο ή τον σιδηρόδρομο) και αληθινά συμβάντα (ληστείες, φυσικές καταστροφές, φόνους και ατυχήματα).

Το Ιρλανδικό βιολί, το ιταλικό μαντολίνο, η ισπανική κιθάρα και το αφρικανικό μπάντζο μαρτυρούν μια ηχητική παράδοση-κληροδότημα των μεταναστών που συνέθεσαν το αμερικανικο παζλ. Η αλληλεπίδραση μεταξύ μουσικών διαφορετικών εθνικών γκρουπ παρήγαγε μια σειρά μοναδικών ήχων στο Βόρειο τμήμα της Αμερικής. “Στρινγκ” μπάντες από τα Απαλάχια Όρη των πρώτων χρόνων του 20ου κυρίως αποτελούμενες από βιολί, κιθάρα και μπάντζο διαμόρφωσαν -μαζί με τα πρώτα τους ηχογραφήματα- τον «Ολντ Ταιμ» ήχο.

Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα και με την μετανάστευση ευρωπαϊκών ομάδων από την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία προς την περιοχή του Τέξας, το μουσικό ανακάτεμα αυτής της παράδοσης συνεχίστηκε με τις προσθήκες στοιχείων από τις Ισπανικές, Μεξικανικές κοινότητες και τις μουσικές των γηγενών κατοίκων (Native Americans). Ως αποτέλεσμα αυτής της συμβίωσης και επαφής, το Τέξας αναπτύσσει μοναδικές πολιτιστικές βάσεις, μια πρόσφορα των κοινοτήτων που το συγκρότησαν. Άποικοι από την σημερινή Γερμανία και Τσεχία αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες διασκέδασης της νέας κοινότητας, προχωρούν στην δημιουργία μεγάλων αιθουσών στο Τέξας που ενώνουν αγρότες και κατοίκους γειτονικών συνοικιών σε βραδιές χορού με μουσική ευρωπαϊκή (βαλς και πολκα) παιγμένη σε ακορντεόν. Ο ήχος του ιταλικού οργάνου, ικανός να πλημμυρίσει τις αχανείς αίθουσες, ξεσηκώνει το ανομοιογενές κοινό.

Αυτά τα τραγούδια γραμμοφωνούνται στις πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις του Μπρίστολ την 1η Αυγούστου του 1927 από τον κυνηγό ταλέντων και πρωτοπόρο ηχολήπτη Ralph Peer. Η πρώτη εμπορική καταγραφή καντρυ μουσικής ήταν το "Sallie Gooden" του A.C. (Eck) Robertson το 1922 για την Victor. Ήδη από το 1924 η Columbia ποντάρει στην εκμετάλλευση του χιλμπιλυ ήχου ενώ σαν πρώτη καντρυ επιτυχία το "Wreck of the Old '97", γνωρίζει εθνική αναγνώριση. Στα χρόνια αυτά, χιλμπιλυ μουσικοί θα ηχογραφήσουν και μπλουζ τραγούδια. Το μουσικό προϊόν θα ενισχυθεί σημαντικά με την προσθήκη της “steelguitar” το 1922, ακολουθώντας τη γνωριμία και συνεργασία των Jimmie Tarlton και Frank Ferera (γνωστού Χαβανέζου κιθαρίστα).

Στα χρόνια που ακολουθούν, τα τραγούδια του Jimmy Rodgers θα συνδυάσουν χιλμπιλι καντρυ, γκοσπελ, τζαζ, μπλουζ, ποπ, καουμπου και φολκ. Σε δικές του συνθέσεις (μεταξύ τους και το “Blue Yodel” του ενός εκατομμυρίου δίσκων), ο Rodgers γίνεται ο φυσικός εκφραστής μιας νέας ακόμη εργατικής Αμερικής, δημιουργός μιας «απάντησης» στα μαύρα μπλουζ, το πρώτο -με την σημερινή άξια- μουσικό είδωλο. Από το 1927 και για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια, οι Carter, ηχογραφούν πάνω από τριακόσιες «ολντ ταιμ» μπαλάντες, παραδοσιακές μελωδίες, καντρυ τραγούδια και γκοσπελ ύμνους που πιστά εκπροσωπούν την Νοτιοανατολική Αμερικανική κληρονομιά.

Κατά την Μεγάλη Ύφεση, ο αριθμός των δισκογραφικών κυκλοφοριών (και ρυθμός κοπής) πέφτει σημαντικά. Ως κύρια πηγή διάδοσης μουσικής, το ραδιόφωνο γίνεται το πιο δημοφιλές μέσο διασκέδασης αυτοσχέδιων (σε στάβλους του Νότου) χορών, μιας τάσης που θα ταξιδέψει και σε πόλεις όπως το Σικάγο ή η Καλιφόρνια.

Το διασημότερο αυτών σόου, το Grand Ole Opry, θα εκπέμψει από τον 650 WSM του Νάσβιλ και με το πανίσχυρο σήμα του (50.000 Βατ το 1934) θα ενώσει τα άκρα της Αμερικής. Γεννώντας τους πρώτους «σταρ» του είδους, το Opry θα κάνει γνωστούς τους Uncle Dave Macon, Roy Acuff (της “Acuff-Rose” καντρυ δισκογραφικής) και τον αφροαμερικανό De Ford Bailey. Ανάμεσα στο ’30 και ’40, καουμπου τραγούδια της «γουέστερν» μουσικής, αποκτούν νέα φήμη και από τις ηχογραφήσεις της δεκαετίας ’20, περνούν στο ευρύ κοινό μέσω του Χόλιγουντ (Gene Autry, Sons Of The Pioneers, Roy Rogers). Λίγο μετά την «παρουσίαση» του νέου “boogie” ήχου -το 1939 στο Carnegie Hall από τον Johnny Barlfield- το νέο άκουσμα θα ηχογραφηθεί από καντρυ μουσικούς ξεκινώντας από το 1939. Αυτό που αρχικά ονομάζεται «Χιλμπιλυ Μπουγκι» θα διαδοθεί ταχύτατα από το 1945 και μετά και σαν προπομπός του «ροκαμπιλι», το “Freight Train Boogie” των Delmore Brothers, γίνεται προϊόν της εξέλιξης της καντρυ μουσικής και της επιρροής των μπλουζ σε αυτήν. Ξεπερνώντας την δεκαετία ’50, το χιλμπιλι μπουγκι θα παραμείνει ως ένα από τα πολλά υπο-είδη της καντρυ μέχρι και τον 21ο αιώνα.

Μετά τα τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, «βουνίσιες» στρινγκ μπάντες θα δημιουργήσουν το Μπλουγκρας (“Bluegrass”) ιδίωμα, όταν οι Bill Monroe, Lester Flatt και Earl Scruggs -υπό την καθοδήγηση του Roy Acuff- θα το παρουσιάσουν στην σκηνή του Opry. Η γκοσπελ μουσική (θρησκευτικού περιεχομένου), παραμένει ένα εξίσου βασικό συστατικό της καντρυ. Το «Χονκυ-Τονκ» (“HonkyTonk”), με ρίζες στο Τέξας, «γυμνή» μουσική, απαλλαγμένη από την πολυπλοκότητα των διαθέσεων, με μια βασική συνοδεία κιθάρας, μπάσου (και αργότερα ντραμς), γίνεται δημοφιλές ανάμεσα σε φτωχούς λευκούς του Νότου. Το Χονκυ-Τονκ κάποιος θα περιγράψει ως:

«Λίγο από το ένα, λίγο από το άλλο, λίγο από μαύρο, λίγο από λευκό, αρκετά δυνατό για να μην σκέφτεσαι, ικανό να σε κάνει να πιεις.»

Συσχετισμένο με τις ξύλινες μπάρες των σαλούν και το αλκοόλ, το Χονκυ-Τονκ είναι η καλύτερη συνοδεία στα μεθύσια του Νότου, και οι επιτυχίες του (Al Dexter “Honky Tonk Blues”, “Pistol Packin’ Mama”) ερμηνεύονται από τους Ernest Tubb, Ted Daffin αλλά και Hank Williams ενώ σύντομα θα πάρει τη θέση του ανάμεσα στον κατάλογο της «παραδοσιακής» καντρυ. Ο Williams, στα “Lovesick Blues” (1949) και “You’re Gonna Change” (1949) δίνει νέα διάσταση στον ήχο και συνεχίζει με ένα ρεπερτόριο μπαλάντας και μπλουζ, εμπλουτισμένο με καινοτόμα στοιχεία (ινδιάνικες φόρμες) και νέους ρυθμούς.

Μεταπολεμικά, η «καντρυ» διατηρεί τον «φολκ» της τίτλο και εντός της μουσικής βιομηχανίας, ξεχωρίζει ως «χιλμπιλυ». Το 1944 το Billboard αντικαθιστά προσωρινά τον όρο χιλμπιλυ («φολκ τραγούδια και μπλουζ») μέχρι να καταλήξει στο «καντρυ» και «καντρυ εντ γουεστερν» το 1949.

Μια πληθώρα μουσικών στυλ ερμηνεύεται και δισκογραφείται για την σκηνή. Ο Moon Mullican αν και ηχογραφεί σε γουεστερν σουινγκ, σύντομα θα φλερτάρει ηχητικά με αυτό που αργότερα θα ονομαστεί ροκαμπιλι ενώ ο “yodel” καουμπου Bill Haley θα πρωτοπαίξει στους ρυθμούς του επαναστατικού ροκ εντ ρολ. Ο Lefty Frizzell επηρεασμένος από τη φόρμα που καθιέρωσε ο Jimmie Rodgers, δημιουργεί ένα προσωπικό χονκυ-τονκ ήχο και ο Eddy Arnold καταλαμβάνει σχεδόν μόνιμη θέση στο τοπ 10 (ανάμεσα σε 1947 και 1949) με 8 συνεχόμενες καντρυ επιτυχίες.

Από τα μέσα του ’50 και φτάνοντας στην ακμή του στα πρώτα του ’60, ο «Ήχος του Νάσβιλ» μετατρέπει το καντρυ πεδίο σε μια βιομηχανία δισεκατομμυρίων, με επίκεντρο το Τενεσί. Υπό την επιμέλεια παραγωγών όπως οι Chet Atkins, OwenBradley και Billy Sherrill, ο ήχος του Νάσβιλ, εξοικειώνει την καντρυ με ένα κοινό διαφορετικό, δανειζόμενος απαλά φωνητικά, ορχηστικές έγχορδες συνθέσεις και χορωδιακά μέρη από τα ποπ των ‘50s. Mε κυριότερους ερμηνευτές τους Patsy Cline, Jim Reeves, Tammy Wynette και Charlie Rich -και το ιδιόμορφο παίξιμο του Floyd Cramer- οι μελωδίες του Νάσβιλ δεσπόζουν στα τσαρτ.

Το 1956, χρονιά του ροκαμπιλι οι θέσεις 2, 3 και 4 στο Billboard καταλαμβάνονται από τα "HeartbreakHotel" (ElvisPresley), "I Walk the Line" (Johnny Cash) και "Blue Suede Shoes" (Carl Perkins). O Johnny Cash γεφυρώνει τον κόσμο της καντρυ, των ροκ εντ ρολ και της αναβίωσης της φολκ, στην επική εξιστόρηση του “Folsom Prison Blues” (1956).

Ο Presley αναγνωρίζει την επιρροή του ρυδμ εντ μπλουζ στο στυλ του:

"«Οι “έγχρωμοι” τραγουδούν και παίζουν όπως εγώ, αδελφέ μου, για τόσα χρόνια που ούτε καν ξέρω.»

Αλλά τονίζει την καντρυ-γουεστερν φύση του έργου του:

"«Η δουλειά μου; Πες πως είναι μια “μεθυσμένη” καντρυ.»

Δημοφιλές στα χρόνια του ’50, το ροκαμπιλι ηχογραφείται από μια σειρά σημαντικών καντρυ μουσικών. Σε λίγα χρόνια, όσοι από αυτούς δεν πετυχαίνουν δημιουργώντας ένα προσωπικό στυλ, επιστρέφουν στον “mainstream” ήχο. Προσφέροντας προβολή σε εθνικό επίπεδο, το τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό πρόγραμμα “Ozark Jubilee” , εκπέμπει από το Σπρίνγκφιλντ του Μιζούρι, παρουσιάζοντας τα μεγαλύτερα ροκαμπιλι ονόματα της περιόδου. Σταδιακά και προς το τέλος της δεκαετίας, νέες φωνές και παραδοσιακοί καλλιτέχνες όπως οι Ray Price, Marty Robbins και Johnny Horton στρέφουν την βιομηχανία μακριά από τις ροκ εντ ρολ επιρροές του ’50.

180 χιλιόμετρα μακριά από το Λος Άντζελες, στο Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνια, ένα νέο είδος για την καντρυ θα γεννηθεί -από την σκληράδα του χονκυ-τονκ και γουεστερν σουινγκ προσθήκες, δημιουργία των Bob Wills και Lefty Frizzell. Το 1966 γίνεται γνωστός σαν «Ήχος του Μπέικερσφιλντ» πατώντας στην δύναμη της ηλεκτρικής κιθάρας (Τelecaster) και του ενισχυτή, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο υπο-είδος, παράγοντας οξύ, σκληρό, ακραίο ηχο. Ξεχωρίζουν οι Buck Owens, Merle Haggard, Tommy Collins και Wynn Stewart, με καθαρά προσωπικά στυλ.

Από τους ίδιους παραδοσιακούς και χονκυ-τονκ ήχους του ’50 και ’60, (βλέπε τους “Cherokee Cowboys” των Ray Price, Willie Nelson και Roger Miller), o θυμός της αποξένωσης μιας νέας υποκουλτούρας θα επαναστατήσει στο άκουσμα της “outlaw” καντρυ.

«Όταν άφησα το Νάσβιλ (στις αρχές του ’70), ήθελα μόνο να παίξω την μουσική που αγαπούσα, να είμαι κοντά στο Τέξας ή την Οκλαχόμα. Ο Waylon και εγώ είχαμε το ύφος παρανόμων για καιρό, αλλά δίσκους πουλήσαμε μόνο όταν η μόδα πέρασε στα Κολέγια!»

Willie Nelson

Tαυτισμένοι με τον όρο “outlaw” οι David Allan Coe, Willie Nelson, Waylon Jennings, Jessi Colter και Billy Joe Shaver μεταφράζουν την νέα «τάση» στον δίσκο του 1976 “Wanted! The Outlaws”. Ακολουθώντας τα χρόνια του ’60 και την επέλαση βρετανικών σχημάτων και καλλιτεχνών, πολλοί επιζητούσαν την επιστροφή στις «παραδοσιακές αξίες» του ροκ εντ ρολ, αντιμετωπίζοντας με λιγότερο πια ενθουσιασμό τον τομέα του Νάσβιλ και τα δημιουργήματα του. Αποτέλεσμα αυτών των αντιθέσεων γίνεται το μικτογενές είδος της Καντρυ Ροκ.

Πρωτοπόροι του νέου στυλ στα ‘60s και ‘70s, οι Byrds (του Gram Parsons) και Flying Burrito Brothers, οι κιθαρίστες Clarence White, Michael Nesmith, οι Commander Cody, Allman Brothers, The Marshall Tucker Band, Poco, Buffalo Springfield και οι Eagles. Ο νέος ήχος δελεάζει μουσικά και τους Rolling Stones, για τραγούδια όπως το "Honky Tonk Women" ενώ συντελεί και στην ηχογράφηση δεκάδων άλλων καντρυ ροκ συνθέσεων (Neil Young, The Grateful Dead κ.α.)

Ο χρόνος θα εξελίξει μουσικά το καντρυ ροκ σε άλλους απογόνους όπως το Southernrock, Heartland Rock και την σύγχρονη εναλλακτική (“Alternative”) καντρυ. Φτάνοντας σχεδόν στο σήμερα, οι Alabama, Hank Williams Jr., Keith Urban, Shania Twain, Faith Hill, Garth Brooks, Steve Earle, Dolly Parton, Rosanne Cash και Linda Ronstadt ενισχύουν μουσικά το είδος με ροκ και ποπ αναφορές.