Ο Γιώργος Παπαστεφάνου ξετυλίγει τις αναμνήσεις του

Ο Γιώργος Παπαστεφάνου ξετυλίγει τις αναμνήσεις του

Στην οδό Λυκούργου κάποτε, με σταμάτησε ένας νεαρός και μού είπε «για μάς τους τσιγγάνους δεν θα κάνετε εκπομπή; Το ξέρετε ότι ο Γιούλ Μπρύνερ, ο Μάικλ Καίην και ο Έλβις Πρίσλεϋ είναι κι αυτοί τσιγγάνοι;»

Για τον Γιουλ Μπρύνερ και βέβαια το ήξερα. Είχα και ένα δίσκο του με τσιγγάνικα τραγούδια. Για τους άλλους δύο, όχι. Ήξερα όμως την Κάρμεν Αμάγια, τη θρυλική χορεύτρια του φλαμένκο, που τόσο πολύ θαύμαζαν μαέστροι όπως ο Τοσκανίνι και ο Στοκόφσκυ, αλλά και μεγάλες μορφές του σινεμά, σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν και την Γκάρμπο. Ακόμη και ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, την είχε καλέσει στον Λευκό Οίκο. Τώρα, στις μεγάλες δικές μου αδυναμίες, πρωταγωνιστεί ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο ποιητής του Romancero gitano, αλλά και ο Τζάνγκο Ράινχαρτ, ο τσιγγάνος μύθος της κιθάρας.

Εκείνος είχε γράψει το Nuages, που ήταν για χρόνια σήμα μου στις «Μουσικές αναμνήσεις» πρώτα, στο «Καλησπέρα κύριε Έντισον» αργότερα. Αλλά και με τον Κώστα Χατζή είναι παλιά η σχέση μου. Τον πρωτάκουσα το 1961 στον «Τιπούκειτο» της οδού Νικοδήμου, πρώτη Αθηναϊκή μπουάτ. Ύστερα στην «Ρουλότα» στην οδό Βουλής και στην «Καρυάτιδα» της οδού Κυδαθηναίων. Ακόμα τότε ο Κώστας ήταν ένα αγόρι, αγριεμένο απ’ τα πολλά που είχε τραβήξει. Για να μπορεί να τραγουδάει εδώ κι εκεί, πότε έπρεπε να κάνει τον Σπανιόλο, πότε τον Βραζιλιάνο. Κουβαλούσε, βλέπετε, τη ρετσινιά του γύφτου και τα βάσανα της φυλής του ήταν πολλά. Αυτό ο ίδιος ποτέ του δεν το ξέχασε και ποτέ δεν έπαψε να το θυμίζει και σε μας μέσα από τα τραγούδια του. Τις πρώτες του μπαλάντες ο Χατζής τις έγραψε το 1957.

Μετά το '60, οι απαραίτητες εξετάσεις στην Επιτροπή ακροάσεων του ΕΙΡ, όρος απαράβατος εκείνα τα χρόνια για να ακουστεί στο ραδιόφωνο ένας νέος τραγουδιστής. Μέλος της Επιτροπής, ήταν και η Κίττυ Σολομού, προϊσταμένη του μουσικού τμήματος της Ραδιοφωνίας, γυναίκα του Αλέξη Σολομού του σκηνοθέτη. Και είναι σαν να τη βλέπω να' ρχεται ένα μεσημέρι απ' τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου και ενθουσιασμένη να μού λέει «σήμερα περάσαμε Γιωργάκη έναν καταπληκτικό τραγουδιστή, έναν τσιγγάνο. Εκεί να δεις πάθος και στη φωνή και στην κιθάρα».

Λίγο αργότερα φτάσανε στα χέρια μου και τα πρώτα ωραία του δισκάκια, με τραγούδια του ταλαντούχου νεαρού Γιάννη Μαρκόπουλου: Καράβια πού πάτε, Ο πραματευτής, Η κόρη, Το μουράγιο, Τα γκρεμισμένα σπίτια και Αν είχα δυο φτερά από το θεατρικό Κορίτσι με το κορδελάκι. Δεν σταματούσαμε να τα παίζουμε τότε στις εκπομπές μας. Και δίπλα σ’ αυτά, ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη με στίχους τού ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, που λέγανε «Το καραβάνι ξεκίνησε, θυμήσου φυλή μου τον Μίμη. Τον βασιλιά των τσιγγάνων θυμήσου».

Τον χειμώνα του 1978 ο Κώστας Χατζής, ξετυλίγοντας τις αναμνήσεις του στον «Σκορπιό» της οδού Κυδαθηναίων, θυμήθηκε και τον τσιγγάνο τον Μίμη. Και το στιγμιότυπο, με οπερατέρ τον Λάκη Καλύβα, το κινηματογραφήσαμε για την Μουσική βραδιά που με την Δάφνη Τζαφέρη είχαμε τότε αφιερώσει στον Κώστα Χατζή. Ήταν η τελευταία ασπρόμαυρη εκπομπή εκείνης της σειράς. Λίγο μετά ήρθε το χρώμα.