Καλό μήνα με τα ποιήματα του μήνα! Κλείτος Κύρου «Ήρθα ντυμένος φλεβαριάτικα ρούχα» και Κωστής Παλαμάς, «Μυγδαλιές»

Καλό μήνα με τα ποιήματα του μήνα!  Κλείτος Κύρου «Ήρθα ντυμένος φλεβαριάτικα ρούχα» και Κωστής Παλαμάς, «Μυγδαλιές»

 

 

Κλείτος Κύρου, «Ήρθα ντυμένος»

 

Ήρθα ντυμένος φλεβαριάτικα ρούχα μια νύχτα ερειπωμένη

Αδιάκοπα ταξίδια, χιλιόμετρα αναμνήσεων κι ο σουβλερός

άνεμος στις παγωμένες λίμνες να ποδοπατεί χωρίς έλεος

την εσθήτα του καλοκαιριού

διαβαίνεις κάμπους και λαγκαδιές κρύσταλλα και

σταλαχτίτες ζεσταμένος από την πυροστιά των ματιών

της που θ’ ανθίσουν στη θέα σου

*

Μα κάποτε αλλάζει κι ο ρυθμός που σε κατέχει

Και οι απαντήσεις είναι πάντα τόσο φευγαλέες

Και το κορίτσι με το βιβλίο της βυζαντινολογίας ανοιχτό στα χέρια του

Δε θα σου πει τον καημό του

Κάθε βράδυ το φως θα δραπετεύει από τις γρίλιες για να

συναντήσει τον άσωτο που δεν έχει γυρισμό

και τα ερωτικά γράμματα σωρεύονται δένονται κατόπι με ροζ κορδέλες

κι ύστερα μια σιωπή μια σιωπή γιομάτη θλίψη σαν φτάνει η

ώρα η επίσημη που θα σκεφτείς εκείνον που αγαπάς

όταν εσύ που κατανίκησες τις αποστάσεις φεύγεις νικημένος

σαν ένα πλοίο με σβησμένα φώτα

ετοιμάζοντας ξανά το γυρισμό σου.

 

(Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή, εκδ. ΑΓΡΑ)

 

 

Κωστής Παλαμάς, «Μυγδαλιές»

 

Της μυγδαλιάς σου το κλωνάρι

δροσολουστό μες στο ποτήρι

το μοσκοβόλησε και το ‘καμε κηπάρι

γύρω μου τ’ άχαρο το μοναστήρι,

κ’ ύστερα δάσος έγινε και το κηπάρι

βαθύ και φουντωμένο όλο μυγδαλιές.

«Αθώες κοπέλες του πατέρα, του Φλεβάρη,

σας κλαίω, λιγόζωες, ω νυφούλες, μυγδαλιές!

Νεκρικά θα σας γίνουνε σεντόνια

στα λυγερά σας τα κορμιά τα πέπλα τα λευκά,

και θα σας κάψει η παγωνιά,

κι άλλη νυφιάτικη στολή θα πάρετε απ’ τα χιόνια.»

Και μ’ αποκρίθηκαν:

«Μην κλαις το ριζικό μας,

να την ποθείς τη μοίρα μας και να την τραγουδάς,

χιονάτες κι από τ’ άνθισμα κι από το θάνατό μας!

Είμαστ’ εμείς τα θύματα της άγριας χειμωνιάς.

Αίμα ζητά βασιλικό η δρακόντισσα να πιει,

να πέσει ν’ αποκαρωθεί, να πιει και να χορτάσει,

όσο να φτάσει ο χαλαστής μακριάθε, όσο να φτάσει

με το γυμνό ηλιοστάλαχτο σπαθί,

όσο να φτάσει ο ήρωας, το ξανθό Καλοκαίρι,

κ’ η Χειμωνιά να σκοτωθεί.

Να, βασιλιά πατέρα μας, το αίμα μας ποιος ξέρει

ζωούλες και ποιος θάνατους που να είναι πιο ακριβοί;

Στης θυσίας απάνω το βωμό

στεφανωμένα θύματα για κάποιο λυτρωμό

πεθαίνουμε αειπάρθενες, μυριανθιστές,

να μας ζηλεύεις, μη μας κλαις.»

Κι από της μυγδαλιάς σου το κλωνάρι

δροσολουστό μες στο ποτήρι

βλάστησε τούτο τ’ όνειρο, κ’ η αρμονική του χάρη

το ιλάρωσε και τ’ άχαρο το μοναστήρι.

 

(Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τ. 5ος, Γκοβόστης)

 

Πηγή:itzikas.files.wordpress.com